Δευτέρα 24 Μαρτίου 2014

Η Προσευχή του Μακρυγιάννη για την Ελευθερία της Πατρίδος



Από τα Απομνημονεύματα του Μεγάλου Στρατηγού της Ελληνικής Επανάστασης Γιάννη Μακρυγιάννη.
«Εἰς τὴν δόξα, εἰς τὴν δόξα, εἰς τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀγιά Τριάδος, τῆς Θεοτόκος, τοῦ ἃ-Γιάννη τοῦ Βαφτιστῆ καὶ πάντα τῶν ἁγίων καὶ τοῦ ἁγίου Βασιλείου, νὰ πρεσβέψει εἰς τὴν παντοδυναμίαν του καὶ εἰς τὴν βασιλείαν του, νὰ μᾶς λευτερώσει τώρα εἰς τὸ νέον ἔτος, νὰ μᾶς λευτερώσει ἀπὸ τὴν κακία μας, ἀπὸ τὴν διοτέλειά μας καὶ ἀπὸ τὰ πάθη μας καὶ ἀπὸ τὴν ἐπιβουλίαν τῶν ξένων.
Ἡ παντοδυναμία σου εἶσαι πολυέλεος, πολυεύσπλαχνος , ἡ ἀγαθότη σου εἶναι ἄβυσσος τῆς θαλάσσης. Ἔλεος ζητῶ, νὰ μοῦ καθαρίσεις τὴν ἁμαρτωλή μου ψυχὴ καὶ τὰ βρωμερά μου σπλάχνα καὶ νὰ μοῦ δώσεις ταπεινοσύνη, σωφροσύνη καὶ πίστη καθαρά, νὰ δυνηθῶ νὰ σὲ προσκυνήσω καὶ νὰ σὲ δοξολογήσω καὶ νὰ σὲ εὐνογήσω μὲ καθαρότης καὶ νὰ σὲ περικαλέσω, ὁ ἁμαρτωλός, διὰ τῆς πρεσβείας τῆς Θεοτόκος καὶ τῶν ἁγίων, νὰ σώσει τὴν ματοκυλισμένη μου πατρίδα καὶ θρησκείαν καὶ γενικῶς τοὺς τίμιους ἀνθρώπους, ὅσοι φέρνουν δοξολογίαν εἷς τὴν παντοδυναμίαν σου καὶ εἰς τὴν βασιλείαν σου, τρισυπόστατε Θεέ, σωτήρα τοῦ παντός, νὰ μᾶς σώσεις, νὰ μᾶς λευτερώσεις ἀπὸ τὰ κοφτερὰ δόντια τῶν γουρνόλυκων.
Τρέχομεν εἰς τὸ ἔλεός σου καὶ εἰς τὴν ἐσπλαχνίαν σου καὶ τῆς βασιλείας σου. Τὸ ἔλεός σου ζητοῦμεν, οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ οἱ ἀδύνατοι, οἱ ἀνάξιοι δοῦλοι σου καὶ σκλάβοι σου. Συχώρησε μὲ , Κύριέ μου, ὀποὶ σὲ βάρυνα. Ποῦ ἀλλοῦ νὰ τρέξω; Ποῦ ἀλλοῦ νὰ τρέξομεν οἱ ἀνάξιοι δοῦλοι σου, ποῦ ἀλλοῦ οἱ ἀδύνατοι νὰ βροῦμεν δικιοσύνη, ποιὸς ποιμένας καὶ πίτροπός σου ἔχει δικιοσύνη νὰ δικιώσει τὸ δίκιον τοῦ κάθε ἀνθρώπου; Θεὲ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γὴς καὶ τῆς θάλασσας.
Σῶσε μας, ἡ παντοδυναμία σου, ὅτι χαθήκαμεν ἐδῶ καὶ εἰς τὴν ἄλλη ζωή. Κύριε, μὲ τί στόμα νὰ σὲ περικαλέσουμεν, μὲ τί μάτια νὰ σηκώσουμεν νὰ σὲ τηράξομεν καὶ νὰ περικαλέσουμεν τὸ πανάγαθό σου ὄνομα καὶ τῆς βασιλείας σου;
Κύριε, ἡ παντοδυναμία σου ἐπολέμησες, ἀγωνίστης, ἐσπαλχνίστης, ἡ παντοδυναμία σου καὶ ἡ βασιλεία σου, καὶ ἀνάστησες νεκρούς, πεθαμένους, λιωμένους τόσες αἰῶνες, καὶ τοὺς πεθαμένους καὶ λιωμένους καὶ ὀλίγους καὶ ἀδύνατους καὶ ἀμαθεῖς, μὲ δεμένα σκοινιὰ τὰ περισσότερα τουφέκια, καὶ μὲ χωρὶς ἀναγκαία του πολέμου, ξιπόλυτοι καὶ γυμνοὶ καὶ νηστικοὶ τὶς περισσότερες φορές, καὶ ἀντινέργειες τῶν δυνατῶν, πενήντα χιλιάδες δὲν ἤμαστεν ποτὲς εἰς τὸν πόλεμον, στεριὰ καὶ τοῦ πελάου, καὶ ν’ ἀφανιστοῦν περίτου τετρακόσιες χιλιάδες ψυχές, ντόπιοι καὶ ξένοι Τοῦρκοι, δύναμη δική μας ἦτον, ἀντρεία δική μας ἦταν, ἀρετὴ καὶ πατριωτισμὸς δικός μας ἦταν, ὅτι πατριωτισμὸν καὶ ἀρετὴ θυσιάζομεν.
Καὶ τώρα χερότερον εἴχαμεν, καὶ τότε μᾶς ἔσωσες, πανάγαθε Θεέ, μᾶς ἀνάστησες καὶ μᾶς σώνεις κάθε στιγμὴν καὶ κάθε… ἀπὸ τὴν διοτέλειά μας, ἀπὸ τὴν χαμέρπειά μας, ἀπὸ τὴν ἀπιστία μᾶς πωλοῦμεν, καὶ τὴν παντοδυναμίαν σου καὶ τὴν βασιλείαν σου κατακρένομεν, καταλαλοῦμεν.
Καταπωλήσαμεν μέσα εἰς τὶς ἀγορὲς καὶ σοκάκια δισκοπότηρα, ὅτι δὲν ματαείχαμεν τὴν ἀνάγκη τους νὰ μεταλάβομεν, πουλήσαμεν τὰ πολυτίμητα εὐαγγέλια καὶ ὅλα τὰ γερὰ τῶν ναῶν σου, καὶ ζωντανὰ καὶ τόπους, καὶ κατακερματίσαμεν καὶ τ’ ἅγια μοναστήρια καὶ τὶς ἐκκλησίες, καὶ τὶς φκιάσαμεν σπίτια, ἀχούρια καὶ τὰ ἑξῆς.
Ὅτι ἀνταμεβῆ ἧβρες ἀπὸ τοὺς Ὁβραίους, ὁπού ’ταν ἀλλόθρησκοι καὶ σὲ σταύρωσαν, ἧβρες καὶ ἀπὸ ἐκείνους ὁπού κοπίασες καὶ κοπιάζεις καὶ ἀνάστησες καὶ ἀναστήνεις, ἀπὸ τοὺς ὀρθόδοξους χριστιανούς.
Μὲ τί πρόσωπον, Κύριέ μου, νὰ παρουσιαστῶμεν ὀμπρός σου, καὶ μὲ τί στόμα καὶ γλώσσα νὰ σὲ περιλέσουμεν καὶ εἰς τὸ ἑξῆς, ὁπού κιντυνεύομεν, οἱ ἀχάριστοι, οἱ διοτελεῖς, οἱ κακοὶ τεμπέληδές του κόσμου, οἱ προδότες καὶ ἀσεβεῖς, κάθε γερὸν πράμα!
Θεοτόκε, μητέρα τοῦ παντός, τὸ καύκημα τῆς παρθενίας, τὸ καύκημα τῆς ἀρετῆς καὶ τὰ πάντα τῆς ἀγαθότης, προστρέχομεν οἱ ἁμαρτωλοί, οἱ ἀδύνατοι, εἰς ἐσπλαχνίαν τῆς ἀγαθότης σου, νὰ λυπηθεῖς τοὺς ἀθώους ἐκείνους ὁπού φέρνουν τὴν ἁμαρτωλή τους προσευχὴ ’λικρινώς εἰς τὸν παντουργὸν καὶ εἰς τὴν βασιλείαν του, ἐκείνους ὁπού ’τρεξαν ξιπόλυτοι καὶ γυμνοί, ἐκείνους ὁπού ἄφησαν χῆρες καὶ ἀρφανά, ἐκείνους ὁπού ’χυσαν τὸ αἷμα τους, κατὰ τὸν ὅρκον τους, ν’ ἀναστηθεῖ διὰ τῆς δυνάμεως τοῦ Παντοκράτορα ἡ σκλαβωμένη τοὺς πατρίδα καὶ νὰ λαμπρυθεῖ ὁ σταυρὸς τῆς ὀρθοδοξίας, καὶ δὶ’ αὐτὸν τὸν ὅρκον αὐτεῖνοι πέθαναν δὶ αὐτείνη τὴν πατρίδα καὶ θρησκεία, καὶ θυσίασαν καὶ τὸ ἔχει τους, καὶ πολλῶν οἱ γυναῖκες τους, τὰ παιδιά τους, οἱ συγγενεῖς τους διακονεύουν καὶ ταλαιπωροῦνται ξιπόλυτοι, γυμνοί, νηστικοὶ στὰ σοκάκια ἐκείνης τῆς ματοκυλισμένης πατρίδος ὁπού ζύμωσαν οἱ γονέοι τους καὶ οἱ συγγενεῖς τους μὲ τὸ αἷμα τους, καὶ τὴν γοδέρουν σήμερα καὶ τὴν τρῶνε καὶ τὴν προδίνουν οἱ γουρνόλυκοι μὲ τ’ ἀκονισμένα δόντια καὶ οἱ σύντροφοί τους αὐτεινῶν οἱ τοιοῦτοι. Θεοτόκο, μήτηρ τοῦ παντός, αὐτοὺς τοὺς ἀθώους νὰ λυπηθεῖς, αὐτοὺς τοὺς γυμνοὺς καὶ ταλαίπωρους.
Αὐτεῖνοι φέρνουν δοξολογίαν εἰς τὸν Θεὸν καὶ τὴν βασιλείαν του. Νὰ πρεσβέψεις εἰς τὴν παντοδυναμίαν τοῦ ν’ ἀναστήσει πίσου τοὺς γερούς του ναούς, τ’ ἅγια τὰ μοναστήρια ὁπού τρώγαν ψωμὶ οἱ δυστυχισμένοι, ἀφοῦ αὐτὰ ὅπου ζοῦσαν πολὺ ἀδύνατοι ἀπὸ τὴν εὐλογίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ τοὺς κόπους τῶν πατέρων, τῶν καλογέρων – δὲν ἦταν καπιτσίνοι δυτικοί, ἦταν ὑπηρέτες τῶν μαναστηριῶν τῆς ὀρθοδοξίας.
Δὲν ἦταν τεμπέληδες, δούλευαν καὶ προσκυνοῦσαν. Καὶ εἰς τὸν ἀγώνα τῆς πατρίδος σ΄ αὐτὰ τὰ μοναστήρια γενόταν τὰ μυστικοσυμβούλια, συναζόταν τὰ ὀλίγα ἀναγκαῖα του πολέμου, καὶ εἰς τὸν πόλεμον θυσίαζαν καὶ σκοτωνόταν αὐτεῖνοι οἱ ὑπηρέτες τῶν μαναστηριῶν καὶ τῶν ἐκκλησιῶν – τριάντα εἶναι μόνον μὲ μένα σκοτωμένοι ἔξω εἰς τοὺς πολέμους καὶ εἰς τὸ τὸ Νιόκαστρο, καὶ εἰς τὴν Ἀθήνα.
Ἔλιωσαν αὐτεῖνοι οἱ πατέρες, τώρα εἰς τὰ γερατειὰ τοὺς βασανίζονται πολὺ εἰς τοὺς δρόμους. Θεοτόκο μου, νὰ περικαλέσεις τὸν ἀφέντη μας καὶ τὸν μονογενῆ σου ν’ ἀναστήσει πίσου αὐτά, καὶ τὶς ἅγιες ἐκκλησίες του, ὁπού κατακερματίσαμεν ἐμεῖς οἱ ἀχάριστοι καὶ μᾶς ἧβρε ἡ δίκια τοῦ ὀργὴ καὶ τῆς βασιλείας του, νὰ τὸν περικαλέσεις, Θεοτόκο μου, νὰ τὰ ἀναστήσει πίσου, καὶ νὰ σηκώσει τὴ δίκια τοῦ ὀργὴ ὁπού ’χει σὲ μᾶς τοὺς ἀχάριστους καὶ νὰ φέρει πίσου τὴν εὐκή του καὶ τὴν εὐλογία του καὶ τῆς βασιλείας του, ὁπού τὴν στερηθήκαμεν ἀπὸ τὴν κακία μας καὶ διοτέλειά μας καὶ ἐγίναμεν ἡ παλιοψάθα τῆς κοινωνίας, καὶ ἐγίναμεν καθὼς φαινόμαστε ὡς τὴν σήμερον.
Τὸ ἔλεός του εἶναι ἄβυσσος τῆς θαλάσσης, καὶ τοὺς ἀνόητους ἐμᾶς καὶ τοὺς διοτελεῖς νὰ μᾶς ἑνώσει καὶ νὰ μᾶς φωτίσει καὶ νὰ μᾶς δώσει εἰς τὸ ἑξῆς πατριωτικὰ αἰστήματα διὰ τὴν πατρίδα μας καὶ θρησκεία μας, καὶ πίστη καθερὰ νὰ ’χωμεν εἰς τὸν παντουργό μας καὶ εἰς τὴν βασιλείαν του, νὰ μᾶς σώσει ἐδῶ καὶ εἰς τὴν παντοτινὴ ζωή, νὰ δώσει τοῦ γερατείου τοῦ ρήνη καὶ ὁμόνοιαν, τὴν εὐκή του καὶ τὴν εὐλογία του, καὶ εἰς τοὺς προκρίτους, τοὺς ποιμένες, καὶ γενικῶς τὸν λαόν του, νὰ ’ρθει πίσου ἡ νεκρανάστασή του διὰ τῆς εὐλογίας του.
Προστρέχομεν οἱ ἁμαρτωλοί, οἱ ἀνάξιοι δοῦλοι σου καὶ οἱ σκλάβοι σου εἰς τὸ ἔλεός σου καὶ εἰς τὴν ἐσπλαχνίαν σου καὶ τῆς βασιλείας σου. ἔλεος ζητοῦμεν, νὰ μᾶς δώσεις καθαρὰ σπλάχνα καὶ καθαρὰ ψυχή, νὰ δυνηθῶμεν νὰ σὲ προσκυνήσουμεν καὶ νὰ σὲ δοξολογήσουμεν μ’ ἐξ ὅλης καρδίας, εὐεργέτη καὶ προστάτη ἀληθινέ.»

Άγνωστες πτυχές της ζωής και της δράσης του Νικηταρά



Ο Νικήτας Σταματελόπουλος ή Νικηταράς ή Τουρκοφάγος (1782-1849) γεννήθηκε στη Νέδουσα Μεσσηνίας, ένα μικρό χωριό που βρίσκεται στους πρόποδες του Ταϋγέτου, 25 χλμ από την πόλη της Καλαμάτας.
Καταγόταν από το χωριό Τουρκολέκα, του δήμου Φαλαισίας της Μεγαλόπολης. Ήταν ανιψιός του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Ο Νικηταράς συνελήφθη το 1839 και καταδικάστηκε, αν και παντελώς αθώος, σε ενάμιση χρόνο φυλακή, την οποία εξέτισε στις φυλακές της Αίγινας.
Όταν αποφυλακίστηκε, ή υγεία του ήταν εξασθενημένη ενώ έχασε σε μεγάλο βαθμό την όραση του. Βίωσε την αχαριστία και την αγνωμοσύνη της Ελληνικής πολιτείας όταν του αρνήθηκε μια αξιοπρεπή σύνταξη ώστε να ζει αυτός και η οικογένεια του ευπρεπώς και αντί αυτού, του χορηγήθηκε "άδεια επαιτείας" στον ναό της Ευαγγελίστριας κάθε Παρασκευή.
Το 1843 του απονεμήθηκε ο βαθμός του υποστράτηγου μαζί με μία πενιχρή σύνταξη. Πέθανε το 1849 σε ηλικία 67 ετών. Τελευταία του επιθυμία ήταν να ταφεί δίπλα στο Κολοκοτρώνη όπως κι έγινε.
Ορισμένες άγνωστες πτυχές της ζωής και της δράσης του:
  • Ο Νικηταράς άνοιξε την αυλαία της Επανάστασης, αλλά υπήρξε και ένας από τους πρωταγωνιστές της. Τη νύκτα της 16ης προς 17η  Μαρτίου 1821 συνεπλάκη με μια ομάδα Τούρκων έξω από την Καλαμάτα. Στις 12 Σεπτεμβρίου 1829 έριξε τους τελευταίους πυροβολισμούς του Αγώνα στην Πέτρα της Βοιωτίας.
  • Στη νεκρολογία η οποία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Αιών», αναφέρθηκε ότι οι μάχες στις οποίες συμμετείχε ξεπερνούσαν σε αριθμό τα χρόνια της ηλικίας του. Τα παραπάνω δεν παρουσιάζονται ως υπερβολή αν αναλογιστούμε ότι εκτός από τις μεγαλύτερες και αποφασιστικότερες μάχες του Αγώνα (Βαλτέτσι, Δολιανά, Δερβενάκια, Αράχοβα, Μεσολόγγι, Φάληρο κλπ.) συμμετείχε και δεκάδες άλλες. Μέσα σε τέσσερις μόνο μήνες (από τα Μαΐου μέχρι τις 23 Σεπτεμβρίου 1821) συμμετείχε σε περισσότερες από είκοσι μάχες και συμπλοκές γύρω από την Τριπολιτσά.
  • Σύμφωνα με την παράδοση κατά τη διάρκεια της μάχης στα Δερβενάκια άλλαξε τέσσερα σπαθιά, καθώς τα τρία έσπασαν. Μετά το τέλος της σύγκρουσης χρειάστηκε ιατρική βοήθεια για να ξεκολλήσει το σπαθί από το χέρι του, καθώς είχε υποστεί βαριάς μορφής αγκύλωση. Κατά την ίδια μάχη όταν ένιωθε την κούραση να τον καταβάλλει έδινε κουράγιο στον εαυτό του λέγοντας «κουράγιο Νικήτα, Τούρκους σφάζεις».
  • Σύμφωνα με μαρτυρίες συμπολεμιστών του ο Νικηταράς κατά τη διάρκεια της επανάστασης εξολόθρευσε πάνω από 300 Τούρκους. Ο αριθμός δεν είναι υπερβολικός αν αναλογιστούμε τον αριθμό των μαχών στις οποίες συμμετείχε, την τρομακτική ορμητικότητα και την ιδιαίτερη μαχητική του ικανότητα. Ο ίδιος ο ήρωας σε μια συνάντησή του με τον Γερμανό φιλέλληνα C. F. Bojons τού είπε πως είχε εξολοθρεύσει 300 Τούρκους μέσα σε ένα εξάμηνο!
  • Όταν το γαλλικό εκστρατευτικό σώμα, υπό τον στρατηγό Μαιζόν, αποβιβάστηκε στο Πεταλίδι της Μεσσηνίας με αποστολή την επιτήρηση της αποχώρησης του στρατού του Ιμπραήμ, ο Νικηταράς έσπευσε να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Καθόταν τυλιγμένος με την κάπα του στη σκηνή του τρέμοντας από τον πυρετό. Μοναδική του τροφή ήταν λίγες ελιές μέσα σε ένα πήλινο δοχείο.
  • Όταν τον επισκέπτονταν Γάλλοι αξιωματικοί έκρυβε τις ελιές κάτω από την κάπα του. Ο Μαιζόν, όταν του το ανέφεραν, θέλησε να τον περιποιηθεί όπως του άρμοζε. Ο περήφανος οπλαρχηγός αρνήθηκε λέγοντας ότι δεν του έλειπε τίποτα και ότι η Ελλάδα μπορούσε να θρέψει τους στρατιώτες της. Ταυτόχρονα έκρυβε επιμελέστερα το δοχείο με τις ελιές του.
  • Σε έναν περίπατο του Τερτσέτη και του Πολυζωίδη, αμέσως μετά την πολύκροτη δίκη του Κολοκοτρώνη και την πεισματική άρνηση των δύο δικαστών να τον καταδικάσουν, ο λαός του Ναυπλίου στάθηκε ευλαβικά μπροστά στους διερχόμενους, εκδηλώνοντας έτσι τον απεριόριστο θαυμασμό για τη στάση τους. Ξαφνικά μέσα από το πλήθος ξεπρόβαλε ο Νικηταράς, πλησίασε τον Πολυζωίδη και του είπε δακρυσμένος: «Πρόεδρε με την ηρωική σου διαγωγή μου πήρες τις δάφνες των Δερβενακίων».
  • Ο Νικηταράς ετάφη δίπλα στον Θ. Κολοκοτρώνη στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών. Ωστόσο φαίνεται πως ο θάνατος της γυναίκας και των παιδιών του και η έλλειψη στενών συγγενών και άμεσων απογόνων στάθηκε αφορμή να μην ενδιαφερθεί κανένας για τη σορό του.
  • Τη στιγμή που χώρες με σαφώς μικρότερη στρατιωτική ιστορία από αυτή της Ελλάδας «κτενίζουν» τα πέρατα της οικουμένης για να ανακαλύψουν οστά στρατιωτών τους, να τα επαναφέρουν στην πατρίδα και να τα ενταφιάσουν με τις πρέπουσες τιμές, η χώρα μας αγνοεί την τύχη των οστών των περισσοτέρων πολεμιστών που χάρη στην προσωπική τους θυσία της επέτρεψαν να συνεχίσει την ιστορική της πορεία.

Τρίτη 18 Μαρτίου 2014

Ο Φυλετικός Χάρτης της Αρχαίας Ελλάδας



ΘΕΣΣΑΛΙΑ
Στη Θεσσαλία, σύμφωνα με τον Όμηρο, κατοικούσαν οι καλούμενοι Πελασγοί, απ΄όπου κατάγονταν τα 4 Ελληνικά φύλα (= οι Δωριείς, οι Αιολείς, οι Αχαιοί και οι Ίωνες) που μαζί με τους επήλυδες Δαναούς, Καδμείους ή Θηβαίους κ.α. αποτέλεσαν μετά τα Τρωικά το ελληνικό έθνος. Οι Θεσσαλοί μετονομάστηκαν σε Αιολείς από το κοινό βασιλιά τους τον Αίολο, ο οποίος ήταν γιος του Έλληνα.
Ο Όμηρος (Ιλιάδα Β, Κατάλογος νηών) ονομάζει τη Θεσσαλία Άργος Πελασγικόν με τις εξής περιοχές: Άλον, Τρηχίνα , Αλόπην, Ελλάδα και Φθίαν: «οι τ’ εΙχον Φθιην ηδ’ Ελλάδα καλλιγυναικα,Μυρμιδονες δε καλευντο και Έλληνες και Αχαιοί, των αυ πεντήκοντα νεων ην αρχός Αχιλλεύς.»  (Ιλιάδα B 681 – 685)
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Στη Μακεδονία κατοικούσαν οι Μακεδόνες, Πελασγικής καταγωγής. Οι Mακεδόνες και οι Σπαρτιατες ήσαν φυλλα των Δωριέων και κείνοι των Πελασγων. Ο Ησίοδος (Ηοίαι, 1-6) αναφέρει ότι οι Μακεδόνες ονομάστηκαν έτσι από τον πρώτο βασιλιά τους το Μακηδόνα, αδελφό του Μαγνη, του Έλληνα και του Γραικού. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (Α, 57- 58 και Η, 43), οι Μακεδόνες και οι Σπαρτιάτες (σωστότερα αυτοί που κατέβησαν με τους Ηρακλείδες και κατέλαβαν τους Αχαιούς και Δαναούς στην Πελοπόννησο = οι Δωριείς) ανήκουν στο «Δωρικό τε και Μακεδνόν έθνος», που πρώτο ξέκοψε από τους βάρβαρους Πελασγούς και αποτέλεσε ξέχωρο έθνος, το Ελληνικό έθνος και μετά ακολούθησαν κι άλλα βάρβαρα φύλα.
Ο Ηρόδοτος αναφερει επίσης ότι στη Μακεδονία ζούσαν και οι Παίονες (πρβ: «Διελθών, ο Ξέρξης, δε πλησίον από τους Παίονας, τους Δόβηρας και τους Παιόπλας, οι οποίοι κατοικούν προς βορράν του Παγγαίου, επορεύετο προς δυσμάς, μέχρις ου έφθασεν εις τον Στρυμόνα και την Ηδωνικήν πόλιν Ηϊόνα, την οποίαν εκυβέρνα τότε ο Βόγης»), που σύμφωνα με τον Όμηρο ήσαν Πελασγικής καταγωγής και σύμμαχοι των Τρώων, πρβ: «οι τοξοφόροι Παίονες, των Πελασγών το θείον Γένος» λιάδα, Κ 450-455, μετάφραση ΠΟΛΥΛΑ).
Ωστόσο οι Παίονες κατά τα Περσικά, επειδή πήγαν με το μέρος των Περσών, έφυγαν από το φόβο της εκδίκησης των Μακεδόνων και πήγαν στη Μ. Ασία, προκειμένου να έχουν την προστασία των Περσών. Στη Μακεδονία κατοικούσαν και οι Αγριάνες, που βοήθησαν το Μ. Αλέξανδρο στην εκστρατεία του στην Ασία και που σήμερα πιστεύεται ότι αυτοί είναι οι καλούμενοι Πομάκοι.
Γείτονες των Μακεδόνων ήσαν οι Ιλλυριοί (= τα φύλα πάνω από την Ήπειρο) , οι Θράκες και οι Σκύθες (περιοχή σημερινής Ρουμανίας), οι οποίοι πήγαν να υποτάξουν τους Μακεδόνες, όμως τελικά έγινε το αντίθετο.
ΠΕΛΛΟΠΟΝΗΣΟΣ
Στην Πελοπόννησο αρχικά έμεναν οι Αρκάδες και οι Αχαιοί, συμφωνα με τον Παυσανία, πρβ: «Από τις φυλές της Πελοποννήσου αυτόχθονες είναι οι Αρκάδες και οι Αχαιοί, τους Αχαιούς τους έδιωξαν από τη χώρα τους οι Δωριείς, αλλά αυτοί δεν εγκατέλειψαν την Πελοπόννησο, έδιωξαν όμως τους Ίωνες και ζουν στην περιοχή που παλιά ονομάζονταν Αιγιαλός, και που τώρα έχει πάρει το όνομα αυτών των Αχαιών.
Οι Αρκάδες, από την αρχή μέχρι σήμερα κατοικούν στη χώρα τους. Όλη η υπόλοιπη Πελοπόννησος ανήκε σε επήλυδες. Οι σημερινοί Κορίνθιοι είναι νεώτεροι από τους Πελοποννήσιους, γιατί τότε που πήραν τη γη τους απον βασιλιά έχουν περάσει διακόσια δέκα επτά χρόνια μέχρι τις μέρες μου. Οι Δρύοπες και οι Δωριείς ήρθαν στην Πελοπόννησο από τον Παρνασό και την Οίτη αντίστοιχα. Γνωρίζουμε ότι οι Ηλείοι πέρασαν από την Καλυδωνα και την υπόλοιπη Αιτωλία.» (Παυσανίας, Ηλιακά, 1-3)
Κατά το έτος 1511 π.Χ. , σύμφωνα με το Πάριο χρονικό, ήρθαν στο Άργος της Πελοποννήσου οι Δαναοί με τον Δαναό από την Αίγυπτο και αναμείχθηκαν με τους Αργείους (φυλετικά Αχαιούς). Ακολούθως δυο γενιές πριν από τα Τρωικά ήρθαν στις Μυκήνες οι Φρύγες (Πέλοπες) με τον Πέλοπα από τη Μ. Ασία και αναμείχθηκαν με τους ντόπιους. Στη συνέχεια και συγκεκριμένα ογδόντα χρόνια μετά τα Τρωικά, κάπου το 1120 π.Χ., έφυγαν από τη Στερεά Ελλάδα Δωριείς και πήγαν και κατέλαβαν τις πόλεις Σπάρτη, Μεσσήνη και Άργος κ.α., οδηγημένοι από τους Ηρακλείδες.
Η Πελοπόννησος στον Όμηρο χωρίζεται στις εξής περιοχές: Το Άργος (Το Άργος, η Τίρυνς, η Ασίνη κι η Ερμιόνη,η Επίδαυρος, τα μέρη της Τροιζήνος,των Ηιονών, του Μάσητος, ακόμη της Αιγίνης), οι Μυκήνες (οι Μυκήνες, η Κόρινθος, οι Κλεωνές, των Ορνεών τα μέρη, η Αραιθυρέα, η πόλις Σικυώνος, η Υπερησία, και η Γονούσσα και η Πελλήνη, ο Αιγιαλός, το Αίγιον κι η απλωμένη Ελίκη, η Λακεδαίμων (η Μέσση, η Σπάρτη και η Φάρις, οι Βρυσειές, οι Αιγειές, οι Αμύκλες,το Έλος, χώρ’ ακρόγιαλη, ο Οίτυλος και ο Λάας), η Πύλος (Αρήνη, το Θρύον, πόρος του Αλφειού, το Αιπύ, τα μέρη του Κυπαρισσήεντος και της Αμφιγενείας, του Έλους και της Πτελεού, το Δώριον), η Αρκαδία (ο Ορχομενός, η Ενίσπη, η Ρίπη και ο Φενεός κι η Στρατία, η Μαντινεία, η Στύμφαλος κι ακόμη η Παρρασία,  η χώρα της Τεγέας), η Ήλιδα (κι απ’ το Βουπράσιον η Μύρσινος, η Υρμίνη, το Αλείσιον κι η Ωλενία πέτρα.)
«Στην Πελοπόννησο κατοικούν επτά διαφορετικοί λαοί. Δύο απ’ αυτούς, οι Αρκάδες και οι Κυνούριοι, είναι αυτόχθονες και ως τώρα κατοικούν όπου κατοικούσαν και παλιά. Οι Αχαιοί ζούσαν πάντα στην Πελοπόννησο, μολονότι μετακινήθηκαν από τα αρχικά τους εδάφη· οι τέσσερις άλλοι από τους επτά —οι Δωριείς, οι Αιτωλοί, οι Δρύοπες και οι Λήμνιοι— είναι επήλυδες (ξένοι μετανάστες).
Οι Δωρικές κοινότητες είναι πολυάριθμες και πολύ γνωστές· οι Αιτωλοί έχουν μόνο μία, την Ηλεία· η Ερμιόνη και η Ασίνη κοντά στην Καρδαμύλη της Λακωνίας, ανήκουν στους Δρύοπες και όλοι οι Παρωρεάτες είναι Λήμνιοι. Οι όντας αυτόχθονες Κυνούριοι, μόνοι νομίζονται από μερικούς ότι ήσαν Ίωνες και ότι με τον καιρό έγιναν Δωριείς, υπό την εξουσία των Άργείων, καθώς και οι Ορνεάται και λοιποί περίοικοι. (Ηροδότου Ιστορία Η 72 -73).
«Οι Ίωνες όσο μεν χρόνον κατοικούσαν την Πελοπόννησο, τη λεγόμενη σήμερα Αχαία, και πριν έλθουν στην Πελοπόννησο ο Δαναός και ο Ξούθος, καθώς λέγουν οι Έλληνες, ονομάζονταν Πελασγοί Αιγιαλείς, μετονομάστηκαν δε Ίωνες από τον Ίωνα του Ξούθου (Ηρόδοτος Θ, 85).
Μετά τα τρωικά η Πελοπόννησος χωρίζονταν στις εξής 7 περιοχές: Λακωνία ή Λακεδαιμόνα, Μεσσηνία, Αχαΐα. Αρκαδία, Αργος ή Αργολίδα. Κορινθία και Ηλεία. Από τις περιοχές αυτές προέρχονται οι 7 ονομασίες: Λάκωνες ή Λακεδαιμόνιοι, Αχαιοί, Αργείοι, Κορίνθιοι, Μεσσήνιοι, Αρκάδες και Ηλείοι.
ΑΤΤΙΚΗ
Στην Αττική, σύμφωνα με τον Όμηρο, κατοικούσαν πάντα οι αυτόχθονες Κεκροπίδες ή Κραναοί ή Αθηναίοι. Κατά τον Ηρόδοτο οι Αθηναίοι ήσαν στην καταγωγή Πελασγοί. Μάλιστα, επειδή στην Αττική δεν κατοίκησαν ποτέ Πέλοπες, Δαναοί και Κάδμοι, παρά μόνο στην Πελοπόννησο και στη Βοιωτία, οι Αθηναίοι συγγραφείς ( Ισοκράτης, Πλάτωνας, Δημοσθένης κ.α.) επαίρονταν ότι οι Αθηναίοι ήσαν και οι πιο καθαρόαιμοι Έλληνες και γι αυτό έπρεπε να ηγεμονεύουν αυτοί των Ελλήνων και όχι οι Σπαρτιάτες ή οι Θηβαίοι.
ΒΟΙΩΤΙΑ
Στη Βοιωτία, σύμφωνα με τον Παυσανία, αρχικά ζούσαν οι αυτόχθονες Εκτήμονες, με περίφημο βασιλιά τους τον Ωγυγα, που αφανίστηκαν από επιδημία. Μετά ήρθαν και κατοίκησαν εκεί οι Ύαντες και οι Άονες. Μετά, κατά το έτος 1529 π.Χ. ( σύμφωνα με το Πάριο Χρονικό) ήρθαν στην Βοιωτία από την Αίγυπτο μέσω Φοινίκης (ήσαν όμως καταγωγής από Ερυθρά θάλασσα) οι καλούμενοι Καδμείοι ή Θηβαίοι και έκτισαν τη Θήβα. Στη Βοιωτία, σύμφωνα με την Ιλιάδα, πλην της Θήβας (που δεν έλαβε μέρος στον πόλεμο της Τροίας) υπήρχαν και οι πόλεις: Γραία, Θίσθη, Αυλίδα, Υρία, Σχοίνο, Σκώλο, Θέσπεια, Μυκαλησσό κ.α., οι οποίες έλαβαν μέρος στον Τρωικό πόλεμο, επειδή ήσαν Έλληνες. Οι Φοίνικες Καδμείοι μετά τα Τρωικά αναμείχθηκαν με τους ντόπιους και σιγά-σιγά εξελληνίστηκαν.
ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ
Η Στερεά Ελλάδα στον Όμηρο χωρίζεται στις εξής περιοχές: Του Ορχομενού των Μινυών και Ασπληδόνος, Αι  Αθήναι (Αττική), η Σαλαμίνα, των Βοιωτών (η Αυλίς, η Υρία, η Σχοίνος, ο Ετεωνός, η Σκώλος, η ευρύχωρη Μυκαλησσός, η Θέσπεια κι η Γραία, ο Ελεών, ο Πετεών, η Ύλη, ο Μεδεών, η Ωκαλέη, το Άρμα, η Θίσβη, η Εύτρησις, οι Κώπες, κι Αλίαρτος, ο Γλίσας, η Κορώνεια, η Πλάτεια, η Όγχηστος, η Νίσα, η Μίδεια, η Άρνη, Ανθηδόνα. Φωκείς (Κυπάρισσος και η Πυθώ, η Κρίσσα και η Δαυλίς, ο Πανοπεύς και ακόμη τα μέρη της Υαμπόλεως και της Ανεμωρείας και η Λίλαια), Των Λοκρών που ’ναι αντίπερα της ιεράς Ευβοίας (η Καλλίερος, η Κύνος, ο Οπούς, Οι Αυγειές, η Βήσσα και η Σκάρφη, η Τάρφην και το Θρόνιον, του Βοαγρίου πόρου), της Ευβοίας ( Χαλκίδ’ Ερέτριαν Και απ’ την Ιστίαιαν και Κήρινθον ακρόγιαλην και ακόμη από το Δίον το υψηλό, την Κάρυστον και Στύ).
Των Αιτωλών (η Χαλκίς και η Πυλήνη, η Ώλενος και η Πλευρών, και η Καλυδών). Η Στερεά Ελλάδα μετά χωρίζονταν στις εξής περιοχές: Αττική ή Κεκρωπία, Βοιωτία, Φωκίδα, Αιτωλία και Ακαρνανία απ΄όπου τα ονόματα: Αττικοί ή Αθηναίοι, Βοιωτοί, Αιτωλοί και Ακαρνάνες. Σήμερα στη Στερεά Ελλάδα υπάγονται και η Εύβοια με τη Φθιώτιδα. Στη Φωκίδα, όπου βρίσκεται ο Παρνασσός και το περίφημο μαντείο των Δελφών, σύμφωνα με το Ησίοδο και τον Όμηρο, κατοικούσαν αρχικά Πελασγοί και μετά ήρθαν και Δρύοπες, Φλέγες κ.α.
ΕΥΒΟΙΑ
Στη νήσο Εύβοια, σύμφωνα με τους Ησίοδο και Όμηρο, κατοικούσαν οι Αβάντες, που πήραν μέρος στον Τρωικό πόλεμο, και η νήσος λέγονταν «Αβαντίδα νήσος», ενώ Εύβοια ονομάστηκε από ένα βόδι (προφανώς επειδή ανέτρεφε πολλά και ωραία βόδια). Ειδικότερα στο βόρειο τμήμα κατοικούσαν οι Περραιβοί, στο μέσο οι Άβαντες και οι Κουρήτες (Χαλκιδείς) και στο νότιο οι Δρύοπες.
ΚΡΗΤΗ
Στην Κρήτη, σύμφωνα με τον Όμηρο, κατοικούσαν Κύδωνες, Ετεόκρητες, Πελασγοί, Δωριείς και Αχαιοί και με σπουδαιότερες πόλεις την Κνωσό, τη Γόρτυνα, τη Λύκαστο, τη Μίλητο, τη Λύκτο, το Ρύτιον και τη Φαιστό. Σύμφωνα με τους άλλους αρχαίους συγγραφείς (Παυσανία, Διόδωρο, Στράβωνα κ.α.) , αρχικά στην Κρήτη κατοικούσαν οι καλούμενοι Ιδαίοι Δάκτυλοι ή μετέπειτα Κ(ου)ρήτες – Κρήτες (ή άλλως Ετεοκρήτες σε σχέση με τους επήλυδες), οι οποίοι θεωρούνται αυτόχθονες. Μετά, όταν ήταν βασιλιάς της Κρήτης ο Κρηθέας, ήρθαν στην Κρήτη κάποιοι Πελασγοί, Αχαιοί και Δωριείς, από τη Θεσσαλία με αρχηγό τον Τέκταμο, και αυτό επειδή η νήσος είχε μερικώς ερημωθεί.
Εγγονός του Τέκταμου ήταν ο Μίνωας, ο οποίος (βοηθούμενος από τον αδελφό του Ραδάμανθυ) από τη μια συνένωσαν σε ενιαίο σύνολο τα φύλα της Κρήτης, δημιουργώντας την πρώτη πολιτεία – πολιτισμό στον κόσμο (ο Μίνως εφεύρε πρώτος το σύνταγμα, τη βουλή, τους γερουσιαστές, τα όργνα και τους νόμους διοίκησης κ.τ.λ.) για τη σωστή διακυβέρνησή τους, και από την άλλη συγκρότησαν πρώτοι στον κόσμο πολεμικό ναυτικό και μ’ αυτό έδιωξαν από τα νησιά και το Αρχιπέλαγος τους ληστές και πειρατές Κάρες και Φοίνικες με αποτέλεσμα από τη μια ο ίδιος να γίνει θαλασσοκράτορας και από την άλλη να ανοίξουν οι θαλάσσιοι διάδρομοι και έτσι οι Έλληνες αφενός να μπορέσουν να ασχοληθούν και με ναυτικές εργασίες, να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, να πλουτίσουν, να σταματήσουν τον μεταναστευτικό βίο που τους εξανάγκαζαν οι κακοποιοί Κάρες και Φοίνικες κ.α. και όταν πλέον είχαν ενδυναμωθεί εκστράτευσαν εναντίον της Τροίας.
ΗΠΕΙΡΟΣ
Στην Ήπειρο κατοικούσαν οι Πελασγοί ή Γραικοί (= με τοπικά ονόματα: Σελλοί, Ελλοπες, Θεσπρωτοί, Μολοσοί κ.α.) που μετά μετονομάστηκαν και αυτοί σε Έλληνες. Οι Ηπειρώτικες φυλές κατά το Θεόπομπο ήσαν 14 και κατά το Στράβωνα 11, που ήσαν όλες Ελληνικές: οι Σελλοί, οι Μολοσσοί, οι Θεσπρωτοί, οι Χάονες, οι Αθαμάνες, οι Κασσωπαίοι, οι Έλλοπες, οι Δρύοπες, οι Παραβαίοι, οι Αμβρακιώται, οι Καύκωνες.
«Στη Δωδώνη και στη Βελανιδιά, την έδρα των Πελασγών, πήγε.
Και σ αυτούς που κατοικούσαν στο βάθος της Βελανιδιάς
στο φούσκωμα του βροχοδερμένου ποταμού» (Ησίοδος, Ηοίαι απόσπασμα 102 = στίχος 319)
Αν πράγματι οι Φοίνικες πήραν τις άγιες γυναίκες (= τις δυο ιέρειες του Δία, που, σύμφωνα με τους Αιγύπτιους, η μια μετά έκτισε το μαντείο της Δωδώνης στην Ελλάδα και άλλη το της Θήβας στη Λιβύη) και τις πούλησαν, τη μια στη Λιβύη και την άλλη στην Ελλάδα, νομίζω ότι η γυναίκα αυτή της σημερινής Ελλάδας, της ίδιας δηλαδή χώρας που παλαιότερα ονομάζονταν Πελασγία , πουλήθηκε στη Θεσπρωτία (<<Της νυν Ελλάδος, πρότερον δε Πελασγίης καλουμένης..>>) …. ( Ηρόδοτος B 54 – 57)
Ο κατακλυσμός) περί τον Ελληνικόν εγένετο μάλιστα τόπον. Και τούτου περί την Ελλάδα την αρχαίαν. Αύτη δ’ εστίν η περί Δωδώνην και τον Αχελώον. Ούτος γαρ πολλαχού το ρεύμα μεταβέβληκεν. Ώκουν γαρ οι Σελλοί ενταύθα και οι καλούμενοι τότε μεν Γραικοί, νυν δ’ Έλληνες”. (Αριστοτέλης Μετεωρολογικά 1 352 a).
«Οι δε Πελασγοί των περί την Ελλάδα δυνασευσάντων αρχαιότατοι λέγονται’ και ο ποιητής φησίν ούτω <<Ζευ άνα, Δωδωναίε, Πελασγικέ. Ο δε Ησίοδος: Δωδωνην φηγόν τε Πελασγών εύρανον ήεν». (Στράβων Ζ, Ήπειρος, 9).
«Εξιστορούν πως μετά τον κατακλυσμό πρώτος βασιλιάς των Θεσπρωτών και των Μολοσσών έγινε ο Φαέθων, ένας από εκείνους που έφτασαν στην Ήπειρο μαζί με τον Πελασγό. Μερικοί λένε πως ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα, αφού ίδρυσαν εκεί το ιερό της Δωδώνης κατοίκησαν στους Μολοσσούς. Αργότερα ο Νεοπτόλεμος, ο γιος του Αχιλλέα, πηγαίνοντας εκεί λαό κατέλαβε τη χώρα και άφησε πίσω του διαδόχους βασιλείς, που ονομάζονταν Πυρρίδες, γιατί αυτός στην παιδική του ηλικία είχε το παρωνύμιο Πύρρος, και ένα από τα γνήσια παιδιά του, που απέκτησε με τη Λάνασσα, την κόρη του Κλεοδαίου, γιου του Ύλλου, το ονόμασε Πύρρο.
Γι αυτό ο Αχιλλέας στην Ήπειρο απολάμβανε τιμές ισόθεου και λέγονταν Άσπετος στην τοπική διάλεκτο. Ύστερα όμως από τους πρώτους, αφού οι διάδοχοι βασιλείς εκβαρβαρώθηκαν και αμαύρωσαν και τη δύναμη και τη ζωή τους, διηγούνται πως πρώτος ο Θαρύπας έγινε ονομαστός, γιατί στόλισε τις πόλεις με Ελληνικά ήθη και γράμματα και με νόμους φιλάνθρωπους.
Του Θαρύπα γιος ήταν ο Αλκέτας, του Αλκέτα ο Αρύββας, του Αρύββα και της Τρωάδας, ο Αιακίδης. Τούτος παντρεύτηκε τη Φθία, την κόρη ντου Θεσσαλού Μένωνα, άνδρα που διακρίθηκε στον λαμιακό πόλεμο και μετά το Λεωσθένη είχε μεγαλύτερη εκτίμηση από τους συμμάχους. Από τη Φθία ο Αιακίδης απόκτησε τις κόρες Δηιδάμεια και Τρωάδα, και τον γιο Πύρρο. (Πλουτάρχου, Πύρρος, 1-2)
ΘΡΑΚΗ
Στη Θράκη αρχικά κατοικούσαν πάρα πολλά φύλα, άλλα Ελληνικά και άλλα βάρβαρα. Στη Θράκη ήδη από τον 7ο αιώνα π.Χ. και από τις εκβολές του Νέστου ως το δέλτα του Έβρου υπήρχαν τα Αβδηρα, η Δίκαια, η Στρύμη, η Μαρώνεια, η Ορθαγόρια, η Μεσημβρία-Ζώνη, η Δρυς και η Σάλη που ήσαν Ελληνικές ιωνικές αποκίες. Στη δυτική παραλία του Εύξεινου Πόντου οι Μιλήσιοι είχαν ιδρύσει την Απολλωνία, την Οδησσό, τους Τόμους και την Κάλλατι, ενώ οι Μεγαρείς τη Μεσημβρία κ.α. Η Θράκη γίνεται ρωμαϊκή επαρχία το 46 μ.Χ. με πρωτεύουσα την Πέρινθο.
Οι Ελληνικές πόλεις της Θράκης διατήρησαν το καθεστώς των ελεύθερων πόλεων. Ως την εποχή του Διοκλητιανού (279 μ.Χ.) οι Ρωμαίοι διατηρούν την πολιτική οργάνωση των Ελλήνων και το Ελληνικό σύστημα διοίκησης. Στους ρωμαϊκούς χρόνους πραγματοποιείται από τους Ρωμαίους αστικοποίηση της Θράκης κατά το πρότυπο των Ελληνικών πόλεων. Οι κώμες και οι πόλεις της Θράκης ήταν οργανωμένες σε ένα ομόσπονδο σύστημα με συμπολιτείες – κοινά. Αυτά τα χρόνια ιδρύονται η Τραϊανούπολη, η Πλωτινόπολη (σημ. Διδυμότειχο) και η Αδριανούπολη.
Ο Δημοσθένης, σχετικά με τον βασιλιά της Θράκης Τηρέα, λέει: «Ο Τηρέας ήταν βασιλιάς των Θρακών και βίασε την αδελφή της γυναίκας του. Οι δυο γυναίκες ήταν η Πρόκνη και η Φιλομήλα, κόρες του Πανδίονα (βασιλιά των Αθηνών), που τη μια πάντρεψε, την Πρόκνη, με το βασιλιά των Θρακών Τηρέα. Οι δυο γυναίκες αυτές από αγανάκτηση σκότωσαν το γιο του Τηρέα και έφυγαν στην Αττική.
Ο Τηρέας ήρθε στην Αττική να τις συλλάβει, όμως δεν μπόρεσε και αυτοκτόνησε. Κατά τη μυθολογία ο Τηρέας και οι δυο γυναίκες μεταμορφώθηκαν σε πτηνά, οι δυο γυναίκες σε αηδόνι και χελιδόνι, ενώ ο Τηρέας σε γεράκι. (Δημοσθένους Επιτάφιος)
Ο Δημοσθένης, σχετικά με τον βασιλιά Εύμολπο, λέει: «Όταν ο Εύμολπος και πολλοί άλλοι ετοίμασαν εκστρατεία εναντίον μας, τους έδιωξαν όχι μόνο από το δικό μας, αλλά και από τη γη των άλλων Ελλήνων. (Δημοσθένους Επιτάφιος 8)
Σύμφωνα με άλλους, τον Εύμολπο πολέμησαν οι Αθηναίοι, όταν τον κάλεσαν από τη Θράκη οι Ελευσίνιοι ή ήταν ο ίδιος Ελευσίνιος, για να τους βοηθήσει. Ο Εύμολπος σκοτώθηκε στη μάχη, μετά από την οποία οι δυο πόλεις συμφιλιώθηκαν. Οι απόγονοι του Εύμολπου (Ευμολπίδες) ήταν επιφορτισμένοι με την τέλεση των Ελευσίνιων μυστηρίων, των οποίων ιδρυτής θεωρούνταν ο γενάρχης τους».
Σημειώνεται ότι η Θράκη, σύμφωνα με τον Άνδρωνα τον Αλικαρνασσέα (GEOGRAFIKA ANDRVN), ήταν ήπειρος. Οι ήπειροι ήσαν  τέσσερεις  όσες και οι κόρες του Ωκεανού, οι εξής: η Ευρώπη (οι χώρες δυτικά της Ελλάδας = Ιταλία, Σικελία, κ.α.), η Ασία (= οι χώρες ανατολικά της Ελλάδας: Μ. Ασία, Φοινίκη κ.α.), η Λιβύη (Αφρική) και η Θράκη (= οι Χώρες βόρεια της Ελλάδας.
Σήμερα οι ήπειροι είναι 5: η Ευρώπη, η Ασία, η Αφρική, η Ωκεανία και  η Αυστραλία. Η Θράκη διαχωρίστηκε και πήγε η μισή στην Ευρώπη και η άλλη μισή στην Ασία. (Περισσότερα βλέπε «Μύθος Δία και Ευρώπης»)
ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΔΑ = MAGNA GRAEGIA: Στη Σικελία αρχικά ζούσαν οι καλούμενοι Σικανοί με περίφημο βασιλιά τους τον Κώκαλο. Επί Μίνωα και εξής έγιναν εκεί και Ελληνικές αποικίες (Υρία, Μινώα, Σέλινο κ.α.), καθώς και Φοινικικές. Το ντόπιο στοιχείο συνεργάστηκε με τους Έλληνες και έφτασε στο σημείο η Σικελία να θεωρείται Ελληνικό νησί. Περίφημη Ελληνική πόλη οι Συρακούσες.
Στη Νότιο Ιταλία ( =  από το Μιλάνο και κάτω) αρχικά ζούσαν μικρά ντόπια φύλα. Επί Περσέα και Ηρακλή και εξής μεταφέρθηκαν εκεί άποικοι που έκαναν πάμπολες Ελληνικές πόλεις.
Μάλιστα επειδή το Ελληνικό στοιχείο είχε φθάσει σε τέτοιο υχηλά ποσοστά που η Νότια Ιταλία λέγονταν «Μεγάλη Ελλάδα» (Magna Graecia). Αργότερα θα κατέβουν οι Ρωμαίοι και οι περισσότερες Ελληνικές πόλεις θα συνεργαστούν με τους Ρωμαίους, κάτι που έκανε τους Ρωμαίους να γίνουν υπερδύναμη. Εξαίρεση ήταν μόνο η Ελληνική πόλη Τάραντα που αντιστάθηκε σθεναρά στους Ρωμαίους, όμως στο τέλος υπέκυψε.
Μ. ΑΣΙΑ
Αρχικά στη Μ. Ασία, σύμφωνα με τον Όμηρο, ζούσαν οι καλούμενοι Κάρες, Τρώες, Λέλεγες , Πελασγοί κ.α., οι οποίοι ήσαν φύλα ομόγλωσσα και ομόθρησκα με τα Ελληνικά (με τους Αχαιούς). Μάλιστα πολλά από τα φύλα αυτά διέμεναν και στη Ευρώπη και στην Ασία, όπως π.χ. οι Πελασγοί, που άλλοι από αυτούς έμεναν στην Κρήτη, άλλοι στη Θεσσαλία και άλλοι στην Ασία. Μετά τα τρωικά δημιουργήθηκοι δυο αντίπαλες ομάδες. Από τη μια είχαμε τους σύμμαχους των Ατρειδών, και από την άλλη τους συμμάχους των Τρώων.

Αναξίμανδρος: Η κοσμολογική του αντίληψη για το «άπειρον» ως την Αρχή των πάντων


      16
Ο Αναξαγόρας επικεντρώθηκε και παρατήρησε την αντίθεση μεταξύ θερμού – ψυχρού και μεταξύ υγρού – ξηρού στοιχείου. Θεώρησε, λοιπόν, λογικό η αρχή του κόσμου  να αναζητηθεί σε μια άλλη πηγή που δημιούργησε αυτές τις αντιθέσεις, παρά να θεωρηθεί κάποιο από αυτά τα στοιχεία ως επικρατέστερο έναντι των άλλων και πρωταρχικό. Κατά την άποψη του, το άπειρο δεν ήταν μείγμα των υλικών στοιχείων, ούτε άυλη νοητική αρχή, αλλά ύλη που περιέχει τα πάντα. Από το άπειρο αποσπώνται οι αντίθετες ύλες «ψυχρόν» και «θερμόν» και από την ανάμιξη τους το νερό, από το οποίο προκύπτουν τα άλλα στοιχεία, η γη, ο αέρας και η φωτιά. Ακολούθως, από τον αέρα και τη φωτιά σχηματίζονται τα αστέρια που έχουν την λάμψη της φωτιάς και την ρυθμική κίνηση των ρευμάτων του αέρα.
Συγκεκριμένα, για τον Μιλήσιο φιλόσοφο το άπειρο αποτελούσε την μήτρα του Κόσμου, που είχε τη δύναμη να δημιουργεί ζωή, η οποία άρχισε από το σπέρμα το γόνιμον, που βρισκόταν εντός του κοσμικού αυγού. Το σπέρμα γονιμοποιήθηκε με το αντίθετο του, αποσπάστηκε από το «άπειρον» και η ανάπτυξη του έγινε μέσα σε μια πύρινη σφαίρα, που περιείχε μια ψυχρή μάζα. Σε αυτή την αρχική φάση της δημιουργίας χωρίστηκαν τα δυο αντίθετα, το θερμό που περιείχε το ξηρό και το ψυχρό που περιείχε το υγρό. Ακολούθως, με την επίδραση του θερμού διαχωρίστηκαν το υγρό και το ξηρό, σχηματίζοντας την θάλασσα και την ξηρά. Αυτή καθαυτή η υγρασία που δημιουργήθηκε από την επίδραση του θερμού στο ψυχρό, ήταν ο φορέας της ζωής.
Θεωρούσε ότι το άπειρο αποτελούσε τον παράγοντα από τον οποίο προέρχονταν και κατέληγαν τα όντα μετά τον θάνατο τους, σύμφωνα με την δύναμη της ανάγκης. Στην ουσία δηλαδή, το άπειρο λειτουργούσε σαν ένα αρχικό υπόστρωμα από το οποίο προερχόταν η γέννηση, η μεταβολή και ο θάνατος των όντων. Στο σημείο αυτό ο Σιμπλίκιος ανέφερε ότι ο Αναξίμανδρος, αφού παρατήρησε τις αλληλομετατροπές που υφίστανται τα τέσσερα στοιχεία (πυρ, αήρ, ύδωρ, γη), θεώρησε αναγκαία την ύπαρξη ενός αναλλοίωτου, αρχικού υποκειμένου που δεν σχετίζεται με αυτά. Έτσι, το άπειρο θεωρήθηκε ως μια αρχή που έχει όλα εκείνα τα γνωρίσματα του ακαθόριστου. Είναι κάτι το υλικό που κινείται, αλλά είναι τέτοια η φύση της κίνησης του ώστε να μην υποπίπτει στις ανθρώπινες αισθήσεις. Ομοιάζει, δηλαδή, με ένα σύνολο ενεργειακών ιδιοτήτων ή με ένα είδος ενέργειας άνευ ορίων. Επίσης, σύμφωνα με την άποψη του Αναξίμανδρου η δημιουργία των σωμάτων οφειλόταν στην «έκκριση» διαφόρων ποιοτήτων από το αρχικό άπειρο, η οποία προερχόταν από την αέναη και κυκλική κίνηση της ύλης του.
Επιπλέον, ο Σιμπλίκιος μας δίνει ένα ακόμη σημαντικό σημείο της θεωρίας του Αναξίμανδρου, σχετικά με τον χαρακτηρισμό του απείρου ως θείου: «Θείον το αίτιο ως αρχή κι ως αγέννητο και άφθαρτο». Βάσει αυτού, ο φιλόσοφος δεν ταύτιζε το άπειρο με τον Θεό, αλλά το θεωρούσε μετέχον του θείου, το οποίο ίσταται υπεράνω αυτού. Κατά συνέπεια, το άπειρο αποτελούσε την ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ του θεού και του κόσμου. Συμπερασματικά, λοιπόν, τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά του απείρου φανερώνουν ότι αφού δεν ταυτίζεται με κάποιο εκ των τεσσάρων στοιχείων, στην ουσία αναφέρεται σε μια κατάσταση που προϋπήρχε του αισθητού σύμπαντος. Έτσι, στόχος της διδασκαλίας του Αναξίμανδρου ήταν να καταδείξει ότι η αρχή του κόσμου είναι απρόσιτη στις ανθρώπινες αισθήσεις, τονίζοντας με αυτό τον τρόπο τα υπερβατικά του χαρακτηριστικά.
Ο Αναξίμανδρος επεκτείνει την σκέψη του, υποστηρίζοντας ότι από το άπειρο ξεχώρισε μια φλόγα και ο νεφελώδης αέρας. Στον πυρήνα του νεφελώματος συμπυκνώθηκε η Γη, ενώ η φλόγα έζωνε τον αέρα. Στη συνέχεια, η πύρινη σφαίρα εξερράγη και διαλύθηκε σε κύκλους τυλιγμένους από νεφελώδη αέρα, οι οποίοι απλώθηκαν και σχημάτισαν τα ουράνια σώματα. Κατά τον φιλόσοφο, ο Κόσμος ως Όλον είχε μορφή σφαίρας και στο κέντρο του ήταν τοποθετημένη η Γη, η οποία όμως είχε κυλινδρική μορφή, με πλάτος τριπλάσιο από το μήκος, δεν στηριζόταν πουθενά και βρισκόταν στο κέντρο του σύμπαντος απέχοντας ίσα από όλα τα σημεία του, ενώ οι άνθρωποι κατοικούσαν στην επάνω επιφάνεια της.


Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/index.php/enimerosi/view/anajimandros-h-kosmologikh-tou-antilhpsh-gia-to-apeiron-ws-thn-archh-twn-pa#ixzz2wI5am0m4

Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

Τα ονόματα των Αθανάτων του Ολύμπου έχουν συμβολικές σημασίες. Κάθε ονομασία των Θεών και μία Μυστηριακή έννοια...



Ο Όλυμπος = το ιερό όρος της Ελλάδας και του Αρχαίου Κόσμου. Ετυμ: Όλυμπος = Ολόλαμπος, κατοικία των Θεών. Ουράνιος χώρος ή θόλος αξεπέραστης ομορφιάς. Τον Όλυμπο ονομάζουν ακόμη Αιγλήεντα ( = φωτεινός, λαμπερός), Πολυδειρά ( = πολυχάρανδρο ), Αιπύδα ( τραχύ, απότομο, ψιλό ) , Γέρο - Όλυμπο ( = Ιερό Όλυμπο ). Οι Θεοί του Ολύμπου ήσαν σύμβολα και όχι είδωλα. Οι πρώτοι Θεοί, δημιουργήθηκαν από την εξέταση του αχανούς σύμπαντος.




Η αναζήτηση της κοσμογονίας, στηρίχθηκε σε δύο βασικές και απόλυτα λογικές σκέψεις: α) Ο υλικός κόσμος: Γη, Ουρανός, Σύμπαν, δεν μπορεί να προυπήρχε. Η δημιουργία του δεν έγινε από το μηδέν, ούτε χωρίς γεννήτορα. β) Ο γεννήτορας της Ζωής και του Σύμπαντος: Πρέπει να είναι Ών, με ανώτερη και ανεξάντλητη μυστηριακή δύναμη, που επέβαλε παγκόσμια αρμονία και κυβερνά με Σοφία. Και κατέληξαν: Το Ανώτερο Όν είναι το Πυρ - Φως = Ήλιος που ονόμασαν Θεό - Φαέθωνα και με τα άλλα στοιχεία της φύσης, αέρα - νερό - χώμα συνθέτουν όλες τις υλικές και πνευματικές υπάρξεις. Ας δούμε τώρα την συμβολική σημασία των Θεών... 

Δίας - Ζευς = = δύναμις, αρμονία ( αρχική αιτία των πραγμάτων ). Ποσειδών = ισορροπία των υγρών στοιχείων, για να υπάρχει ζωή. Απόλλων= θερμότητα για την επιβίωση του ανθρώπου και της φύσης. ( Ήλιος, Φως , Θεός του Φωτός ). 

΄Ηφαιστος = τέχνη, διαμόρφωση και εξευγενισμός των στοιχείων του κόσμου. Άρης = ανδρική και πατριαρχική κηδεμονία.( θεός του πολέμου). 

Έρμής = γνώση και σοφία για να ολοκληρωθεί ο νους του ανθρώπου. Αγγελιοφόρος των πνευματικών θεικών βουλών, αλλά και της διακίνησης του εμπορικού πλούτου και θεός του εμπορίου. 

Ήρα = υποσυνείδηση , σύζυγος του Δία για να διατηρείται η αρμονία και η πληρότητα. Θεά των γυναικών και της οικογένειας. 

Δήμητρα = θεά της γεωργίας, η μεγαλύτερη μητέρα που αγκαλιάζει το παιδί της και δεν μπορεί να το αποχωριστεί. 
 
Εστία = θεά της οικίας, της ζεστασιάς του σπιτιού, η ζεστή φλόγα που ολόγυρά της συγκεντρώνεται η οικογένεια. 

Αθηνά = υπερσυνείδηση , θεά της γνώσης και της σοφίας. Αλεξίκακη, ειρηνική, ηθικότατη, παρθένα. 

Άρτεμις = θεά της αξιοπρέπειας. Προστάτης των ζώων απο τις επιβουλές των μνησίκακων ανθρώπων, αλλά και του κυνηγιού. 

Αφροδίτη = θεά της γονιμότητας και της ομορφιάς. Ενώνει αρμονικά το θηλυκό με το αρσενικό και διαιωνίζει το είδος του.

Σάββατο 8 Μαρτίου 2014

Η ΙΚΕΣΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ


Η Ικεσία ήταν θεσμός στην Αρχαία Ελλάδα και οι ικέτες προστατεύονταν από έναν άγραφο νόμο. Προστάτης των ικετών θεωρούνταν ο Ικέσιος Δίας.
Ο ικέτης είχε διαπράξει συνήθως έγκλημα ή σοβαρό αδίκημα, είχε παραβιάσει πολιτικό ή ηθικό νόμο. Για ασυλία προσέτρεχε στον βωμό ενός ναού ή στην εστία της οικίας ενός ισχυρού άνδρα. Στο χέρι του κρατούσε σύμβολο της δυστυχής του θέσης, ένα κλαδί ελιάς περιτυλιγμένο με άσπρο μαλλί προβάτου, την Ικετηρία.
Ο ικέτης τοποθετούσε την ικετηρία πάνω στον βωμό του ναού και παρέμενε εκεί όσο εκκρεμούσε η αίτηση για ικεσία. Όταν ο άρχων της πόλης αποδεχόταν την αίτηση, ο ικέτης έπαιρνε από το βωμό το κλαδί ελιάς και έφευγε περιμένοντας συνήθως να εκδικαστεί η υπόθεσή του από κάποιο δικαστήριο. Στην περίπτωση που προσέτρεχε για προστασία σε κάποια οικία, τοποθετούσε την ικετηρία στην εστία της οικίας και καθόταν εκεί μέχρι ο οικοδεσπότης να δεχτεί να του δώσει προστασία.

Μερικές φορές ο ικετευόμενος δυσκολευόταν να κάνει δεκτή την αίτηση της ικεσίας και ο ικέτης αναγκαζόταν να γονατίσει μπροστά του και να τον ικετεύσει στο όνομα του πατέρα του, της μητέρας του και των παιδιών του, για να τον σώσει. Αξιοσημείωτη είναι η ικεσία του Θεμιστοκλή προς τον Άδμητο, τον βασιλιά των Μολοσσών [Θουκ. Α΄136]. Για να γίνει δεκτή η ικεσία του Θεμιστοκλή, η γυναίκα του Άδμητου του πρότεινε να κάτσει δίπλα στην εστία και να πάρει στην αγκαλιά του, το μικρό παιδί του βασιλιά.
Σε κάποιες περιπτώσεις ο ικέτης γονατιστός φύλαγε τα χέρια, άγγιζε τα γένια και τα γόνατα του ικετευόμενου.

[Ιλιάδα Α΄ στιχ. 500] Η Θέμιδα για χάρη του γιού της Αχιλλέα, έγινε ικέτιδα στον Δία. Με το αριστερό της χέρι του έπιασε τα γόνατα και με το άλλο το πιγούνι και ικετεύοντας του ζήταγε να τιμήσει τον γιό της, που τον ατίμασε ο Αγαμέμνονας παίρνοντας του το πολεμικό γέρας.
[Ραψ. Ω στιχ. 477] Ο Πρίαμος, ο πατέρας του νεκρού Έκτορα, πήγε κρυφά ικέτης στον Αχιλλέα. Γονατιστός, αγκαλιάζοντας τα γόνατα του και φιλώντας τα χέρια του φονιά, ικέτευε να του δώσει το σώμα του νεκρού Έκτορα για να το θάψει. Ο Αχιλλέας φέρθηκε με σεβασμό στον Πρίαμο. Πρόσταξε τις δούλες να πλύνουν το σώμα του νεκρού και ζήτησε από τον Πρίαμο να δειπνήσει μαζί του. Του έστρωσε να κοιμηθεί στην σκηνή και του υποσχέθηκε ενδεκαήμερη ανακωχή, για να ταφεί ο Έκτορας.
Κάποιοι κατέφευγαν να γίνοντε ικέτες των πατρώων τάφων του ικετευόμενου, όπως στην περίπτωση των Πλαταιών που κινδύνευαν να θανατωθούν από τους Λακεδαιμόνιους [Θουκ. Γ΄ 59]«ἡμεῖς τε, ὡς πρέπον ἡμῖν καὶ ὡς ἡ χρεία προάγει, αἰτούμεθα ὑμᾶς, θεοὺς τοὺς ὁμοβωμίους καὶ κοινοὺς τῶν Ἑλλήνων ἐπιβοώμενοι, πεῖσαι τάδε· προφερόμενοι ὅρκους οὓς οἱ πατέρες ὑμῶν ὤμοσαν μὴ ἀμνημονεῖν ἱκέται γιγνόμεθα ὑμῶν τῶν πατρῴων τάφων ...».
Το σημαντικό στο θεσμό της ικεσίας ήταν ότι ο ικετευόμενος δεν μπορούσε να αρνηθεί να δώσει ασυλία, γιατί αυτό θα προκαλούσε την οργή των Θεών. Μόλις γινόταν δεκτή η αίτηση του ικέτη, θεωρούνταν ιερός και απαραβίαστος. Μπορούσε να εξέλθει από το ναό ή την οικία παίρνοντας μαζί του την ικετηρία. Κανείς δεν μπορούσε πλέον να τον βλάψει, μιας και αυτό θα κινούσε την μήνη των Θεών , το λεγόμενο «άγος».
Το «άγος» επιβάρυνε όχι μόνο αυτόν που το διέπραται αλλά και τους απογόνους του, που τους αποκαλούσαν «αγιείς και αλιτήριους». Πίστευαν ακόμα ότι στην χώρα που παρέμεναν, προκαλούσαν πολλά δεινά και καταστροφές.
[Θουκ. Α’126] Όταν ο Κύλων προσπάθησε να καταλάβει την Ακρόπολη και δεν τα κατάφερε, μπόρεσε να διαφύγει από την πολιορκία των Αθηναίων μαζί με τον αδερφό του. Οι οπαδοί του κατέφυγαν ικέτες στον βωμό της Αθηνάς. Οι Αθηναίοι τους είχαν υποσχεθεί ότι δεν θα τους κακοποιήσουν, αφού όμως τους απομάκρυναν από τον ναό, τους φόνευσαν (Κυλώνειο άγος). Τότε ξέσπασε ένας τρομερός λοιμός στην Αθήνα και κάλεσαν τον Επιμενίδη από την Φαιστό (φημισμένο εξαγνιστή) να καθαρίσει το «Κυλώνειο άγος». Χρησιμοποιώντας κλαδιά ελιάς εξάγνισε την πόλη και οι Αθηναίοι για να τον ευχαριστήσουν θέλησαν να του προσφέρουν δώρα. Αυτός ζήτησε μονάχα ένα κλαδί από την Ιερή ελιά και έφυγε.
[Θουκ. Α΄128] Οι Λακεδαιμόνιοι όταν φόνευσαν τους είλωτες ικέτες του Ποσειδώνα στο Ταίναρο, εξόργισαν τον Θεό και προκάλεσε μεγάλος σεισμός στην Σπάρτη.
Η Ιλιάδα ξεκινάει με την ικεσία του Χρυσής (Ιερέα του Απόλλωνα) προς τον Αγαμέμνονα. Ο Χρυσής ικετεύει τους Αχαιούς, να σεβαστούν τον Απόλλωνα, να δεχτούν τα λύτρα που τους δίνει και να του παραδώσουν την κόρη του Χρυσηίδα, που την κρατάνε ως πολεμικό γέρας. Όλοι συμφωνήσανε να σεβαστούν τον ιερέα και να δεχτούν τα λύτρα, εκτός από τον Αγαμέμνονα, που με απειλές έδιωξε τον δύστυχο ιερέα. Σιωπηλός και υπάκουος αποχώρησε από το στρατόπεδο των Αχαιών, μα ικέτευσε τον Απόλλωνα να τιμωρήσει τους Δαναούς. Ο Απόλλωνας εισάκουσε τις παρεκκλίσεις του ιερέα και θέρισε με τα θεϊκά του βέλη τον στρατό.



Ο Σοφοκλής ξεκινάει την τραγωδία του «Οιδίπους Τύραννος» με μία ικεσία. Μια ομάδα νεαρών ικετών μαζί με τον Ιερέα του Διός έχουν πάει να καταθέσουν τις ικετηρίες τους στον βωμό των ανακτόρων. Την ίδια στιγμή ο υπόλοιπος κόσμος της Θήβας έχει μαζευτεί στους ναούς της πόλης και κάνουν ικεσίες στους Θεούς. Ο λόγος της ταυτόχρονης ικεσίας στον βασιλιά και στους Θεούς είναι ο φοβερός λοιμός που θερίζει την πόλη. Ο βασιλιάς Οιδίποδας ζήτησε από το μαντείο των Δελφών χρησμό, για να μάθει την αιτία του κακού. Ο χρησμός του φανέρωσε ότι αιτία του λοιμού είναι ένα μίασμα που υπάρχει στην χώρα, ο φονιάς του Λάιου. Ο Λάιος ήταν βασιλιάς της Θήβας, πριν από τον Οιδίποδα, που τον δολοφόνησαν ληστές καθώς πήγαινε στο μαντείο των Δελφών. Ο Οιδίποδας τους υποσχέθηκε ότι θα βρεί τον φονιά και πρόσταξε τους ικέτες να φύγουν παίρνοντας μαζί τους τις ικετηρίες τους.




Οι Δαναΐδες για να γλυτώσουν το γάμο που τους επέβαλλε ο Αίγυπτος αυθαίρετα με τους γιούς του, κατέφυγαν ικέτιδες στο Άργος [Αισχ. Ικέτιδες]. Ο βασιλιάς του Άργους έδειξε διστακτικός στην αρχή να τις δεχτεί. Η ασυλία που θα τους παρείχε γνώριζε πως θα έβαζε σε κίνδυνο την πόλη του. Οι κόρες του Δαναού τον απείλησαν ότι εφόσον αρνηθεί την ικεσία τους, θα αυτοχειριαστούν. Ο βασιλιάς φοβήθηκε ότι η πράξη τους αυτή θα μιάνει το Άργος. Πρόσταξε λοιπόν τον πατέρας τους, τον Δαναό να γεμίσει με ικετηρίες τους ναούς της πόλης, ώστε να εξασφαλιστεί η συγκατάθεση των Αργειτών. Οι Αργείοι τελικά πείστηκαν και έδωσαν άσυλο στην Δαναΐδες.
Ο Ευριπίδης είναι ένας ακόμα ποιητής που έχει ασχοληθεί με το θέμα της ικεσίας. Στις «Ικέτιδες» μας παρουσιάζει το δράμα των μανάδων, των επτά νεκρών στρατηγών του Άργους. Οι Θηβαίοι είχαν απαγορεύσει στους Αργείους να παραλάβουν τα νεκρά σώματα των στρατηγών τους. Έτσι αποφάσισαν οι μάνες τους, μαζί με τον βασιλιά του Άργους Άδραστο, να απευθυνθούν για βοήθεια στους Αθηναίους. Βρίσκουν την μάνα του Θησέα Αίθρα, σ’ ένα ιερό στην Ελευσίνα και την ικετεύουν να πείσει τον γιό της να συμβάλει στην ικανοποίηση του αιτήματός τους. Ο Θησέας που καταφτάνει στην Ελευσίνα μετά από απαίτηση της μητέρας του, αρνείται αρχικά να βοηθήσει τον Άδραστο, που ασύνετα οδήγησε τη χώρα του σε πόλεμο. Καταφέρνει τελικά η μάνα του και τον πείθει να βοηθήσει. Με την σειρά του πείθει και αυτός τους Αθηναίους και ετοιμάζει τον στρατό του, σε περίπτωση που οι Θηβαίοι αρνηθούν να του δώσουν τους νεκρούς. Ο Θηβαίος αντιπρόσωπος που έχει συναντήσει τον Θησέα, του μεταφέρει με θράσος τις αλαζονικές απαιτήσεις της Θήβας. Ο πόλεμος μεταξύ τους φαίνεται αναπόφευκτος. Οι Αθηναίοι κερδίζουν και παίρνουν από την Θήβα τους νεκρούς Αργείους. Ο Θησέας καίει τα σώματα και παραδίδει την τέφρα στους γονείς και στα παιδιά τους.



Από τις πηγές που αναφέραμε παραπάνω κατανοούμε ότι οι σημερινοί ικέτες - προσκυνητές , καμία σχέση δεν έχουν με τον Έλληνα. Ο χριστιανός, γίνεται ικέτης στους Ναούς του για να του εκπληρωθούν οι πόθοι του ή για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες του. Κάτι που όπως είδαμε δεν συνέβαινε στη Αρχαία Ελλάδα. Ο Ικέτης επιζητεί μόνο την προστασία – ασυλία, έχοντας επίγνωση του εγκλήματος και του αδικήματος που έχει διαπράξει. Ο χριστιανός θεωρεί ότι το αδίκημα ή έγκλημα του, μπορεί να διαγραφεί αγοράζοντας συγχωροχάρτια, ανάβοντας λαμπάδες και κάνοντας μετάνοιες.