Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2013

ΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΔΙΑΚΟΥ (ΜΗΝ ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΕΑΝ ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΕ )

16Ιαν
2013


(του Ευθύμιου Χριστόπουλου, εκπ/κού-δημοσιογράφου)
Το καλοκαίρι του 1947 ως μαθητής της Β’ τάξης της Εκκλησιαστικής Σχολής Λαμίας, δέχτηκα την παρακίνηση του αείμνηστου Διευθυντού της Δημητρίου Κρικέλα να συγκεντρώσω πληροφορίες από γέρους Λαμιώτες που τις είχαν από τους πατεράδες τους, για ποιο ήταν το πραγματικό τέλος του Αθανασίου Διάκου. Ταξι­νομώντας αυτές που συγκέντρωσα, είδα ότι τέσσερες ήταν ακριβώς ίδιες, αν και προέρχονταν από γερόντια που ζού­σαν σε διαφορετικά σημεία της Λαμίας ο καθένας και μά­λιστα ένας παππούς ήταν απ’ τη Ροδίτσα. Διασταυρώνοντας τες αργότερα, με όσα διάβαζα άλλα, καταλάβαινα ότι αυ­τές που είχα ήταν ασφαλώς οι σωστές.

Το κύριο σημείο τους και κοινό, ήταν ότι τρεις Έλληνες,όταν έπιασαν το Διάκο και τον
έφεραν στη Λαμία, τον έκλεισαν σ’ ένα πα­λιό κι εγκαταλειμμένο χάνι, εκεί που σήμερα έχει οικοδο­μηθεί το Λαογραφικό Μουσείο Λαμίας στην οδό Καλύβα – Μπακογιάννη. Αυτοί οι τρεις είχαν περάσει πίσω – δυ­τικά – στο χάνι και από δύο μισοχαλασμένα… παραθυράκια είχαν παρακολουθήσει όλη τη νύχτα όλα όσα έγιναν μέσα στο χάνι, τα οποία και αναφέρω στη συνέχεια.:

Μετά τη σύλληψη του Διάκου στα ποριά Δαμάστας, τον έφεραν με συνοδεία ποινών και τραυματισμένο στη Λαμία, οδηγώντας από τη νότια της είσοδο που περνούσε δίπλα από το Γολγοθά (όπως έλεγαν το ξε­κομμένο Λόφο όπου σήμερα είναι το κτίριο του Ορφα­νοτροφείου Αρρένων) και από την οδό Σατωβριάνδου (σήμερα) και συνέχεια τον έφτασαν και τον έκλεισαν μέσα στο παλιό χάνι, όπου σήμερα – πάλι καλά! – έχει ανεγερθεί το Λαογραφικό Μουσείο.

Τον έβαλαν μέσα και τον έδεσαν με σκοινιά σ’ ένα παχνί, το οποίο ήταν και ο πρώτος τόπος του μαρτυρί­ου του.
Εκτός από δύο – τρεις Τούρκους που έμειναν μέσα να τον επιτηρούν, οι άλλοι – όχι όλοι – έμειναν απ’ έξω, ανατολικά σε κάτι δέντρα που ήταν εκεί, περιμένοντας από περιέργεια, ίσως, να ιδούν τι θα γινόταν. Όταν τον έδεσαν κι έφυγαν, ο Διάκος άρχισε να πο­νάει από τα τραύματα που είχε, καταπονημένος κι από την ταλαιπωρία.
Είχε περάσει αρκετή ώρα, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκαν μέσα δύο άντρες, που από τις φορεσιές τους έδειχναν ότι ήταν μπέηδες. Τον έναν, τον ήξερε από πριν. Ήταν ο Ομέρ Βρυώνης. Τον άλλον όχι. Απ’ ότι όμως εί­χαν ακούσει, υπολόγισαν ότι ήταν ο σκληρός Χαλήλ Μπέης. Αυτός μόνος προχώρησε κι άρχισε να κάνει έλεγ­χο αν είχαν δέσει καλά το Διάκο. Τόσο πολύ φάνηκε ότι, κι ακόμα δεμένον, τον φοβόταν.
Είχε νυχτώσει πια και οι τρεις που είχαν φτάσει εκεί κρυφά άρχισαν καθαρά να βλέπουν τι γίνεται.
Όταν ο Χαλήλ Μπέης σιγουρεύτηκε – το είδαν κα­θαρά αυτό – ότι δεν υπήρχε φόβος διαφυγής, άρχισε να φωνάζει και να απειλεί. Σε μια στιγμή τον είδαν να χτυπάει στο πρόσωπο το Διάκο.
Τον διακόπτει όμως ο άλλος, ο Βρυώνης, που πλησιάζει το Διάκο και τον βλέπουν κάτι να του λέει. Δεν ακούνε όμως. Απ’ ότι βλέπουν όμως, καταλαβαίνουν ότι κάτι τον ρωτάει, γιατί βλέπουν το Διάκο να κουνάει αρ­νητικά το κεφάλι του.
Και ενώ τον βλέπουν να συνεχίζει ήρεμα, σε μια στιγ­μή εξαγριώνεται, φωνάζει και χειρονομεί. Ατάραχος ο Διάκος τον αντιμετωπίζει και κάτι που του λέει, βλέπουν το Βρυώνη οργισμένο να αποχωρεί, αφήνοντας πια το θύμα στο δήμιό του.
Απ’ τις αναλαμπές των δαυλών, ξεχωρίζουν την αγριότητα του Χαλήλ. Τον βλέπουν να τραβάει πιο πέρα τον επικεφαλής της Φρουράς – έτσι τουλάχιστον δεί­χνει – και με νευρικές και απειλητικές κινήσεις, κάτι του λέει, κι εκείνον να υποκλίνεται κουνώντας το κεφάλι του. Και με μια τελευταία περιφρονητική ματιά που ρίχνει στο Διάκο, τον βλέπουν να φεύγει, δείχνοντας ικανοποι­ημένος.
Ο Διάκος – και οι άλλοι τρεις απ’ έξω – μέσα στο μι­σοσκόταδο βλέπουν δύο Τούρκους να ανάβουν φωτιά σε μιαν άκρη. Πάνω της φέρνουν και βάζουν μια σιδηροστιά κι ένα μεγάλο χάλκινο κακάβι. Βλέπει μετά να ρίχνουν μέσα λάδι που είχαν σ’ ένα γκιούμι.
Στη συνέχεια, μαζί με τον επικεφαλής, πλησιάζουν το Διάκο. Τον ανασηκώνουν, δεμένο καθώς είναι, τον βάζουν να καθίσει πάνω σ’ ένα παλιό ξύλινο σκαμνί που βρέθηκε εκεί, του σηκώνουν τα πόδια, δεμένα καθώς είναι, και του τα δένουν έτσι που να κρέμονται.
Τι θέλουν να κάνουν αναλογίζονται με περιέργεια και αγωνία, οι τρεις που παρακολουθούν, χωρίς να τολ­μήσουν και να ρωτήσουν. Βλέπουν όμως τους άλλους να περιπαίζουν το Διά­κο. Φαίνεται κάτι να λένε και ο Διάκος να κουνάει επί­μονα κι αρνητικά το κεφάλι του. Τι του λένε όμως δεν καταλαβαίνουν. Οπότε, κάθε φορά που ρωτάνε και αρνείται τους βλέπουν να κρατάνε στα χέρια τους μυτε­ρά καρφιά και να τα μπήγουν σιγά πρώτα, πιο δυνατά στη συνέχεια στις πατούσες των ποδιών του Διάκου, ο οποίος κάθε φορά αναταράζεται από τον πόνο.
Η μυρωδιά του Λαδιού που καίγεται μέσα στο κακάβι, φτάνει έντονα στη μύτη και των τριών απ’ έξω και υποπτεύονται τα χειρότερα.

Οι βασανιστές του, όπως έχουν γυμνώσει τα πόδια του, παίρνουν απ’ το κακάβι καυτό λάδι και αρχίζουν σιγά και βασανιστικά να το ρίχνουν στα πόδια του!… Τι­νάζεται κάθε φορά ο Διάκος, τόσο δυνατά λες και θα κό­ψει τις τριχιές όταν το λάδι πέφτει πάνω στα πόδια του.
Αφού είδαν να μην αντιδρά έντονα, αφήνουν τα πό­δια και παίρνουν και του σκίζουν το γιλέκο και την που­καμίσα που φοράει, απογυμνώνοντας το πάνω μέρος του σώματος του με τα χέρια. Κι αρχίζουν τότε να του ρίχνουν καυτό Λάδι με αργές κινήσεις, στα χέρια, στο στήθος και στην πλάτη του. Βουβά οδύρεται ο Διάκος, χωρίς να βγάλει μιλιά από το στόμα του. Κι όσο δεν μι­λάει, τόσο αγριεύουν περισσότερο οι βασανιστές του. Και δείχνουν τόσο οργισμένοι, που αν ήταν τρόπος να τον θανατώσουν. Φαίνεται όμως πως έχουν εντολή μόνο να τον βασανίσουν χωρίς και να πεθάνει. Γι’ αυτό συ­νεχίζουν!…

Το σώμα του Διάκου αρχίζει φαίνεται να νεκρώνε­ται. Όμως το πνεύμα όπως δείχνει, μένει καθάριο, ανέγγιχτο, σταθερό, συνεχίζοντος τις αρνήσεις και εξοργί­ζοντας περισσότερο τους Βασανιστές του.
Αλλά αυτή η κατάσταση τους κάνει να βρίσκουν νέ­ους τρόπους βασανισμών. Οι κινήσεις που κάνουν, δεί­χνοντας διάφορα σημεία του σώματος του, κάνουν τους τρεις που παρακολουθούν να ανατριχιάζουν. Και βλέ­πουν τους βασανιστές να παίρνουν στα χέρια τους τα καρφιά που είχαν και έσπαζαν τις φούσκες που δημι­ουργούνταν στο δέρμα απ’ το καυτό λάδι, να αρχίζουν να κάνουν το ίδιο και στο σώμα και στα χέρια από ψηλά.

Αποκαμωμένοι όμως και οι ίδιοι οι Βασανιστές, που δεν άλλαξαν βάρδια όλη τη νύχτα, βλέπουν ότι δεν πε­τυχαίνουν τίποτα. Και μιας και το λάδι τελείωσε, μιας και έφτασε πια και το ξημέρωμα, σταματούν.
Το Διάκο τον κρατάνε πια όρθιο οι τριχιές που τον έχουν δεμένο.
Τότε και οι τρεις παρατηρητές, απ’ έξω, για να μη γί­νουν αντιληπτοί, έφυγαν με προφυλάξεις, κατευθυνό­μενοι προς το βορεινό μέρος του ρέματος, όπου είχαν αρχίσει να έρχονται δειλά και οι πρώτοι περίεργοι.
Κι όταν πια ο ήλιος έχει ανέβη ψηλά, λύνουν το Διά­κο και σέρνοντας τον τον βγάζουν έξω, χωρίς όμως να δείχνει ότι καταλαβαίνει.

Όσοι είχαν την ευκαιρία να τον δουν το απόγευμα που τον είχαν φέρει, τώρα βλέποντας τον, δεν τον ανα­γνωρίζουν, χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς είχε συμβεί. Το μόνο που βλέπουν είναι το κακοποιημένα ρούχα του.
Σέρνοντας τον προς τα βόρεια, τον περνάνε πέρα από το ρέμα που έκοβε την πλατεία Λαού στα δυο καταμεσίς και τραβώντας ανατολικότερα έφτανε στη Δημοτι­κή Αγορά, από εκεί στο κατάστημα Πολιτικού και μετά κατεβαίνοντας προς τα νότια, απλωνόταν κατά μήκος της οδού Θερμοπυλών.

Όταν τον πέρασαν στο ρέμα, στάθηκαν περίπου ανα­τολικά της σημερινής διπλής βρύσης, γιατί ανατολικό­τερα ετοίμαζαν το στήσιμο της… ψησταριάς!
Κόσμος πολύς είχε συγκεντρωθεί γύρω εκεί με την άδεια του Χαλήλ Μπέη βέβαια, γιατί άφησε τον κόσμο να δει τι θα έκαναν στο Διάκο, ώστε να φοβηθεί και να μην επιχειρήσει κανένας άλλος να πράξει το ίδιο, πράγμα που πέτυχε. Κανένας Λαμιώτης δεν φάνηκε να συμμετείχε στην επανάσταση!

Μέσα στο πλήθος που παρακολουθεί με αγωνία, ξε­χωρίζει μια κάπως ηλικιωμένη γυναίκα. Είναι η δόλια μόνα του Διάκου, που είχε μάθει τη σύλληψη του γιου της και ολονυχτίς πεζοπορώντας είχε φτάσει στη Λαμία, όπου δεν περίμενε να δει το σπλάγχνο της έτσι!
Για μια στιγμή βουβαίνονται όλοι. Βλέπουν να φτάνει εκεί ο δήμιος, ονόματι Αλεξίου, κρατώντας ένα σουβλί. Και αμέσως καταλαβαίνουν τι πρόκειται να γί­νει!
Αυτός, τρέμει από το φόβο του, γιατί έχει αυστηρή εντολή να μην του πεθάνει ο Διάκος όταν θα τον σου­βλίζει.

Και αρχίζει το τελευταίο πια μαρτύριο.
Δένοντας το Διάκο ανάσκελα σε ένα σαμάρι, με τα πόδια του ανοιχτά, αρχίζει προσεκτικά ο δήμιος να χώ­νει την πολύ καλό λεπτισμένη άκρη του σουβλιού, ξε­κινώντας απ’ τη βουβωνική χώρα και προχωρώντας προς τα επάνω, περνώντας το σουβλί κάτω οπό το δέρ­μα, μέχρι που το έβγαλε πάνω στην πλάτη του, λίγο κάτω απ’ το δεξιό του το αυτί.
Από κάποιες μικροκινήσεις που κάνει ο Διάκος κάθε φορά που σπρώχνει το σουβλί προς τα επάνω ο δήμιος, δείχνει ότι ακόμα είναι ζωντανός.
Μόλις τελειώνει ο γύφτος, ορμούν Τούρκοι και με σκοινιά δένουν το σώμα γύρω στο σουβλί για να μη σπάσει το δέρμα και ακουμπάνε όρθιο σχεδόν το σουβλί με το Διάκο σ’ ένα δέντρο.

Στη συνέχεια, σπεύδουν να συγυρίσουν τη φωτιά που έχουν ανάψει. Και τότε γίνεται κάτι που ξαφνιάζει τους πάντες.
Ένας Τούρκος καβάλα στο ψαρί του άλογο στέκε­ται μπροστά στο σουβλισμένο, βγάζει τη διμούτσουνη όρθια κουμπούρα του και τη στρέφει στο Διάκο. Δύο κουμπουριές ακούγονται που βρίσκουν κατάστηθα το Διάκο. Κι ο Τούρκος κεντρίζοντας το άλογο του, χάνε­ται στην ανηφόρα μέσα στα στενάκια που περιβάλλουν τα χαμηλά σπιτάκια.

Ο Χαλήλ Μπέης, βλέπει συτό και αφρίζει απ’ το θυμό του. Και δίνει εντολή, να βάλουν το Διάκο έτσι, πάνω στη φωτιά, και να τον γυρίσουν λίγο!
Ο κόσμος που παρακολουθεί αυτή την κτηνωδία μέ­νει άφωνος. Στη συνέχεια ο Χαλήλ οργισμένος και ανικανοποί­ητος, δίνει εντολή να πάρουν έτσι με το σουβλί το νε­κρό το Διάκο και πάνε να τον πετάξουν στην άκρη του ρέματος, ανατολικά από το χάνι που τον είχαν, εκεί όπου πέταγαν τις κοπριές των αλόγων που είχαν στους στά­βλους, τους οποίους διατηρούσαν από τη βόρεια πλευρά της Νομαρχίας μέχρι το πέτρινο γυμνάσιο. Τη διαβεβαίωση αυτή είχα απ’ όλα σχεδόν τα γερόντια που ρώτησα το 1947, τότε που φαίνονταν ακόμα οι κρίκοι στο βόρειο τοίχο της θερινής «ΤΙΤΑΝΙΑΣ».

Εκεί λοιπόν, βορειοανατολικά της σκάλας που κα­τεβαίνει σήμερα από την οδό Λυκούργου στην πρώην ψαραγορά, άφησαν το νεκρό ξεσκέπαστο, άταφο, σχε­δόν τρείς ημέρες φρουρούμενο. Οι φρουροί αποχώ­ρησαν την τρίτη ημέρα αφού άρχισε να μυρίζει, οπότε βρήκαν ευκαιρία κάποιοι χριστιανοί οι οποίοι περίμεναν και είχαν προετοιμάσει έναν λάκκο εκεί ακριβώς που σή­μερα είναι ο τάφος του, πήγαν, του έβγαλαν το σουβλί, τον καθάρισαν λίγο και πήγαν και τον έθαψαν, χωρίς να βάλουν πάνω του ούτε έναν σταυρό από φόβο.
Αργότερα, περί το 1860, ο συνταγματάρχης Ρούβαλης που είχε έρθει από την Καλαμάτα με μετάθεση στη Λαμία και είχε πληροφορηθεί πού περίπου είχαν θά­ψει το Διάκο έκανε έρευνες να τον βρει.

Ο παππούς μου που είχε στήσει την παράγκα – πρώ­το μαγαζί του πριν λίγο καιρό, απέναντι δυτικά, όπου μετά χτίστηκε η αποθήκη των αδελφών Κονταξή, είδε στρατιώτες να ανοίγουν μικρούς λάκκους ανατολικά του, ψάχνοντας. Όταν ρώτησε τι ζητάνε, του είπαν ότι ψά­χνουν τον τάφο του Διάκου. Την πληροφορία αυτή είχα από τον πατέρα μου, όπως την είχε ακούσει από τον παπ­πού μου. Σε ένα σημείο, βρήκαν ένα σωρό – σκελετό ανθρώπινου σώματος και αφού δεν είχαν βρεθεί άλλα γύρω, κατέληξαν ότι ήταν του Διάκου. Το συγκέντρω­σαν, το καθάρισαν και τα έβαλαν σε ένα κουτί ξύλινο και τα έθαψαν πάλι στο ίδιο σημείο, τοποθετώντας πάνω μερικές πέτρες και έναν σταυρό με το όνομα του.
Τέλος, στις αρ
χές του 1900 η Λαμία τίμησε το Διά­κο όπως έπρεπε. Αφού ανακαίνισε τον πρόχειρο τάφο του στο σημείο που είναι ακόμα, έστησε τον υπέρλαμπρο ανδριάντα του στην πλατεία Διάκου, με αποκαλυ­πτήρια επίσημα, παρουσία και του Βασιλέως Γεωργίου Α’ και της βασιλικής οικογένειας, υπουργών, στρα­τιωτικών και άλλων επισήμων, στις 23 Απριλίου 1903.


«Λαμιακή Φωνή»

Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2013

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΜΑΘΕΙΣ - Η μεγαλη σφαγη των ελληνων απο τους Εβραιους 38-116 μ.Χ

Επειδή κάποιοι πολύ ισχυροί δεν θέλουν να μαθαίνουμε την Ιστορία ποτέ τα παιδιά μας δεν διδάσκονται στα σχολεία επί παραδείγματι ότι το 38 μ.X. στην Αλεξάνδρεια, δεκάδες χιλιάδες Ελλήνων υπήρξαν θύματα εβραϊκής εξεγέρσεως. Οι εξεγερθέντες μάλιστα δεν πίστευαν ότι τελικά θα τιμωρηθούν γιατί ο αυτοκράτωρ Κλαύδιος ήταν εβραίος από την μητέρα του. Και είχαν δίκαιο.

Οι εβραϊκές κοινότητες, από το 70 μ. Χ. έως το 115 μ. Χ. ανασυντάσσονται, οργανώνονται και περιμένουν την κατάλληλη ευκαιρία, δηλαδή μια αδυναμία της Ρώμης, για να πορευθούν προς τα πατρογονικά τους εδάφη. Ένα τέτοιου είδους κίνημα, απαιτεί ανοιχτές γραμμές επικοινωνίας της διασποράς, καλλιέργεια, εκ μέρους του ιερατείου, συνωμοτικού κλίματος, πολεμικής αρετής και υψηλού ηθικού, επί σειράν ετών. Τον χειμώνα του 116 μ.Χ. ο αυτοκράτωρ Τραϊανός τον περνά στα ερείπια της ανατολικής πρωτεύουσάς του, της Αντιοχείας, η οποία τον προηγούμενο χρόνο είχε ισοπεδωθεί από καταστρεπτικό σεισμό. Εκεί, ο αυτοκράτωρ έμαθε ότι οι εβραίοι είχαν εξεγερθεί.

Τα νέα ήταν ότι, οι εβραίοι εξεγερθέντες, στην σημερινή Λιβύη (Κυρηναϊκή), στην Αλεξάνδρεια, στην Κύπρο και στην Μεσοποταμία, ξεσηκώθηκαν εναντίον της Ρώμης,σφάζοντας όμως περίπου 1.000.000 Έλληνες! Ο Τραϊανός, απεφάσισε να ανασυγκροτηθεί στην Ρώμη αλλά, στις ακτές της Κιλικίας, στην Σελινούντα, απέναντι από την Βόρειο Κύπρο, στις 8 Αυγούστου του 116, πέθανε σε ηλικία 62 ετών. Τον διαδέχθηκε ο ικανότατος και φιλέλληνας Αδριανός.

Εξέγερση και γενοκτονία των Ελλήνων στην Κυρηναϊκή

Το κίνημα των εβραίων είχε ξεκινήσει στην Κυρήνη της Λιβύης όπου οι εξεγερθέντες κατέσφαξαν τον ελληνικό πληθυσμό, ισοπέδωσαν την πόλη, γκρέμισαν τους Ναούς και έφθασαν μέχρι του σημείου να σκάψουν τον δρόμο που οδηγούσε στο επίνειο της πόλης, την Απολλωνία. Κάποιος «Μεσσίας» υπεσχέθη ότι θα ηγηθή των εβραίων της Κυρήνης στον δρόμο προς την Σιών… Οι δε εβραίοι της Κυρήνης θα ηγούντο των συμπατριωτών τους της Αιγύπτου. Οι εβραίοι της Μεσοποταμίας θα τους συναντούσαν εκεί… Τελικά, η εξέγερση κατεστάλη το 118 μ. Χ. Στην Ανατολική Μεσόγειο, την τάξη επέβαλλε ο στρατηγός Μάρκιος Τούρβων, ενώ στην Μεσοποταμία, ήδη ο Λούσιος Κουίετος το είχε επιτύχει αφού και οι δύο επέβαλαν την τιμωρία των λεγεώνων, σφάζοντας δεκάδες χιλιάδες εβραίων, οπωσδήποτε όμως λιγότερους από όσους Έλληνες οι ίδιοι εξόντωσαν.

Σαν αντίδραση στην καταστροφή τους, οι εβραίοι σταμάτησαν να μαθαίνουν στα παιδιά τους ελληνικά! Για την Κύπρο όμως, η καταστροφή ήταν ολοκληρωτική. Η αντιπαλότητα εβραίων-Κυπρίων ξεκίνησε από τα πρώτα χρόνια της υποδουλώσεως της Κύπρου στους Ρωμαίους. Ο Κάτων κατέλαβε την Κύπρο το 56 π. Χ. και κυριολεκτικά την καταλεηλάτησε από κάθε είδος πλούτου οδηγώντας τους Κυπρίους σε πλήρη εξαθλίωση.

Σύμμαχοι των Ρωμαίων σ’ αυτή την καταπίεση ήταν εβραίοι έμποροι, οι οποίοι, ως υπεργολαβία, ανέλαβαν να εκμεταλλεύονται, για λογαριασμό των Ρωμαίων, τα πλούσια ορυχεία χαλκού και κάθε άλλο πλουτοπαραγωγικό πόρο.

Στα επόμενα χρόνια, και μετά το 70 μ. Χ., ο εβραϊκός πληθυσμός της Κύπρου αυξήθηκε κατά πολύ. Έτσι, υπήρχε αρκετό πλήθος για την εφαρμογή στην Κύπρο των σιωνιστικών σχεδίων. Το 117 μ. Χ. λοιπόν κάποιος εβραίος ονόματι Αρτεμίων ηγήθηκε των εβραίων εξεγερθέντων.

Ο Βυζαντινός ιερομόναχος λόγιος και ιστορικός και μετέπειτα Πατριάρχης (1065-1075) Ιωάννης Ξιφιλίνος, ευτυχώς, διέσωσε το γεγονός ότι οι σφαγιασθέντες στο νησί έφθασαν τις 240.000, αφού από αρχαίες πηγές μόνον ο Δίων ο Κάσιος αναφέρεται στην σφαγή αυτή στο περίφημο έργο του ''ΒΙΟΙ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΩΝ''. Πρώτη πηγή.

Δεύτερη πηγή, του περιφήμου Αγγλου ιστορικού Εντουαρντ Γκίμπον (γνωστού ελληνικά ως Γίββων) που έζησε από το 1737 έως 1794, ήτοι κατά την περίοδο του σκλαβωμένου ελληνισμού.

Το κείμενο αυτό ανευρίσκεται στο μνημειώδες έργο του "Ιστορία της Παρακμής και Πτώσεως της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας" και αναφέρεται, ακόμη, στο βιβλίο "Δίκη" ("Trial") του Μπιλ Γκρίμσταντ, υπευθύνου των εκδόσεων "Αρυαν Πρες Ινκορπρέιτεντ, έκδοση 1973, Ουάσιγκτον ΗΠΑ.
Ιδού η περικοπή.

"Η ανθρωπότης μένει έκπληκτη από το ρεσιτάλ (σε τρεις πράξεις) των φοβερών κακουργημάτων των Εβραίων, εναντίον των ανυποψιάστων, γηγενών Ελλήνων, οι οποίοι τους θεωρούσαν φίλους.
Οι Εβραίοι πρόδωσαν αυτή τη φιλία και έσφαξαν 220.000 Έλληνες στην Κυρηναϊκή και κατακρεούργησαν 240.000 Έλληνες στην Κύπρο, καθώς και μέγα τμήμα του ελληνικού πληθυσμού στην Αίγυπτο.
Πολλοί των θυμάτων Ελλήνων, επριονίσθησαν στα δύο από τους Εβραίους σύμφωνα με την παράδοσή τους, ότι ο Δαυίδ επεκύρωσε αυτόν τον τρόπο εκτέλεσεως με το παράδειγμά του.

Κατά τις σφαγές αυτές των Ελλήνων, οι Εβραίοι κατεβρόχθιζαν τις σάρκες των νεκρών, έπιναν το αίμα τους και κατέστρεφαν τα εντόσθια!..."

Αυτά, όσο κι αν φαίνονται απίστευτα, υποβολιμαία ή υπερβολικά, γράφονται από έναν εκ των μεγαλυτέρων ιστορικών συγγραφέων του παρελθόντος που δεν μπορεί να καταστεί ύποπτος "αντισημιτισμού" (στην εποχή του τουλάχιστον), ούτε να κατηγορηθεί για έλλειψη σοβαρότητος, αφού τα έργα του ήταν, είναι και θα είναι μία εκ των σοβαροτέρων πηγών της Αρχαιότητας. (Αυτά από τις ιστορικές πηγές)

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2013

Τα πέντε Ησιόδεια γένη των ανθρώπων (Τεκμηριωμένο)


Όπως εξηγεί ο Πρόκλος, στο “Σχόλια στον Κρατύλο του Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι, 129. 1 – 16“, η ύπαρξη των ανώτερών μας γενών είναι τριπλή : νοητική, λογική και φανταστική, και στην νοητική αναλογεί το Χρυσό Γένος. Πράγματι, οι Έλληνες θεολόγοι λένε ότι ο χρυσός έχει αποδοθεί στον πρωταρχικό από τους Κόσμους, τον «εμπύριο και νοητικό». Το Αργυρό Γένος αναλογεί στη λογική ύπαρξη, αφού ο άργυρος αναλογεί στον ενδιάμεσο και αιθέριο Κόσμο.

Το δε Χάλκινο Γένος, τέλος, αναλογεί στην άλογη και φανταστική ύπαρξη, διότι και η φανταστική εντύπωση είναι νους που μορφοποιεί, όχι όμως καθαρός, όπως ακριβώς και ο χαλκός που δίνει την εντύπωση πως έχει το χρώμα του χρυσού, περιέχει όμως άφθονο το γήινο στοιχείο, παρόμοιο και συγγενικό προς τα στερεά και αισθητά. Εξ ου και αναλογεί προς τον «πολύχαλκο ουρανό» και τον «χάλκινο»», πού είναι ο αισθητός Κόσμος, το σώμα του για την ακρίβεια, του οποίου και ο άμεσος δημιουργός παραδίδεται ότι τον χαλκεύει, είναι δηλ. ο Ήφαιστος. Τούτα λοιπόν είναι τα τρία γένη των δαιμόνων, στα οποία αναλογούν το χρυσό, το αργυρό και το χάλκινο γένος. Το τέταρτο τώρα γένος, το ηρωικό, σε σχέση με αυτά που υπάρχουν στα τρια προαναφερθέντα γένη, από άλλα είναι υποδεέστερο και από άλλα ανώτερο. Στ’ αλήθεια, το ηρωικό γένος εφάπτεται της πράξεως, και αν ακόμα έχει εκπέσει απο την πρόνοια των κατωτέρων και την ανέπαφη ζωή, έχει καρακτήρα μεγαλουργό και δείχνει τη μεγαλοπρέπεια της αρετής της. Το πέμπτο, το ανθρώπινο γένος με τα πολλά πάθη, που παριστάνεται με το “πολυκάματο” και μαύρο σίδερο λόγω της υλικής και της σκοτεινιάς της ζωής, εκδηλώνει τις πράξεις του ελλειμματικές, διευθαρμένες και άλογες.


Ποιο αναλυτικά ο Πρόκλος, στο “Εις τας Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, βιβλίο Β’ [συνέχεια], 74.26 – 77.19“, μας λέγει ότι ο θεολόγος Ορφέας διδάσκει ότι υπάρχουν τρία γένη ανθρώπων. Πρωταρχικότερο όλων το Χρυσό, το οποίο, λέει, το δημιούργησε ο Φάνης. Δεύτερο το Αργυρό, του οποίου ηγήθηκε ο μέγιστος Κρόνος. Τρίτο το Τιτανικό, για το οποίο λέει ότι το δημιούργησε ο Δίας από τα μέλη των Τιτάνων. Ο Ορφέας εν ολίγοις λέει ότι μέσα στους τρείς τούτους όρους περιέχεται κάθε είδος της ανθρώπινης ζωής. Ή δηλαδή είναι νοητικό και θεϊκό, εγκαθιδρυμένο ακριβώς στο κορυφαίο των όντων, ή στρέφεται προς τον εαυτό του και νοεί τον εαυτό του και αρέσκεται στην τέτοιου είδους ζωή, ή στρέφει το βλέμμα του προς τα χειρότερα και θέλει να ζει μαζί με εκείνα, τα οποία δεν διαθέτουν λογική, με τα άλογα όντα. Καθώς λοιπόν η ανθρώπινη ζωή έχει τρία είδη, το πρωταρχικότερο όλων προέρχεται από τον Φάνη, ο οποίος συναρτά προς τα νοητά κάθε νοητικό υποκείμενο, άλλωστε αυτό που βρίσκεται πριν από τα νοητά είναι θεός, και τα πρώτα νοητά είναι θεοί και ενάδες, και επειδή το νοητό έχει ουσία, και οι πρώτοι νόες είναι ουσίες, και επειδή ο νους παντού από τη φύση του είναι νοητικός, οι πρώτες ψυχές είναι νοητικές. Το δεύτερο είδος προέρχεται από τον Κρόνο τον πρώτο, τον παλαιό, όπως λέει ο μύθος, τον «αγκυλομήτη», δηλ. «αυτόν με τις στρεψίβουλες σκέψεις», αυτός ο οποίος κάνει τα πάντα να στρέφονται προς τον εαυτό τους, ενώ το τρίτο από τον Δία, ο οποίος διδάσκει την πρόνοια για τα δεύτερα και την οργάνωση των κατώτερων Κόσμων : αυτό πράγματι άλλωστε είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του δημιουργού. Ο Ησίοδος από πλευράς του δεν δημιουργεί τρία μόνο γένη, αλλά πρώτο το χρυσό, έπειτα το αργυρό, στη συνέχεια το χάλκινο, μετά κάποιο ηρωικό γένος κι ύστερα το σιδερένιο, προχωρώντας τον χωρισμό σε πιο πολλά είδη ζωής. Το χρυσό λοιπόν δηλώνει και για τον Ησίοδο κάποια μορφή νοητικής ζωής, άυλης και αγνής, σύμβολο της οποίας είναι το χρυσάφι που δεν σκουριάζει. Για τον λόγο αυτό μετακινεί το γένος αυτό στη σειρά των δαιμόνων, η οποία προνοεί, φρουρεί και απομακρύνει τα κακά από το γένος των ανθρώπων, μετά τον κύκλο της γένεσης. Ευρισκόμενο μάλιστα αυτό το γένος στην περιοχή της γένεσης ανατρέφεται, λέει, και τελειοποιείται από τους πατέρες για εκατό χρόνια. Γράφει ένα μύθο που συνδέεται με τις Μούσες και δείχνει ότι σύμφωνα με τον κατ’ ενέργεια νου από τους πατέρες, και χωρισμένο από την ανθρώπινη πολυπραγμοσύνη ζει μια ζωή αποκαταστατική. Και όπως και στον Πλάτωνα έτσι και στον Ησίοδο δηλώνει τον κύκλο της ταυτότητας [=κύκλος του Ταύτου - ουράνιος ισημερινός] και της ομοιότητας και του νοητικού είδους ζωής. Το επόμενο από αυτό το γένος, το αργυρό, προχωρεί από την σύμφωνα με τον νου ενέργεια στην μεικτή από νου και Λόγο ενέργεια. Αναγνωριστικό του σύμβολο είναι ο άργυρος, που διαθέτει, αφενός, ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του τη λαμπρότητα της σύμφωνης με τον Λόγο ζωής και τη φωτεινότητα όπως και το ότι μερικές φορές προσβάλλεται από τη σκουριά και τη σήψη, αλλά που, αφετέρου, έχει και κάτι πέρα από τα παραπάνω, το ότι όταν το βάλεις μαζί με το χρυσάφι παίρνει τη λάμψη του χωρίς να εκδηλώνει καμίαν αντίθεση προς αυτό. Έτσι είναι άλλωστε και ο Λόγος της ψυχής, μολονότι μερικές φορές πληρούται από την ύλη και από την υλική ακαθαρσία. Αλλά επίσης καταυγάζεται και φωτίζεται από τον νου, και, αφού φωτιστεί, εκδηλώνει μια μόνο και κοινή με αυτόν ενέργεια, «θεώμενος τα όντα» «με την νόηση συνοδευόμενη από τον Λόγο», όπως λέγει ο Πλάτωνας στον «Τίμαιο, 28.a» και στον «Φαίδρο, 247.e» αντίστοιχα. Το χάλκινο γένος, εξάλλου, το τρίτο, σταθεροποιεί το οικείο του είδους ζωής ακριβώς στη σύμφωνη με τον Λόγο ενέργεια και μόνο, την οποία δηλώνει συμβολικά ο χαλκός, κατά τον ποιητή, ο οποίος λέγει ότι εκείνοι που τοποθετήθηκαν στο γένος τούτο από τον Δία πραγματοποιούν όλες τις τεχνικές τους δραστηριότητες και όλες τις πολεμικές τους ενέργειες χρησιμοποιώντας τον χαλκό. Ένας λόγος λοιπόν άυλος, που υπάρχει ως καθαρό φώς και είναι απαλλαγμένος από τη σκοτεινή ύλη, που έχει μάλιστα και ο ίδιος κάποια ομοιότητα με τον Νου λόγω της επιστροφής προς τον εαυτό του, όπως έχει κάνει και ο χαλκός με το χρυσάφι, προσδιορίζοντας τη ζωή τούτων. Και επειδή ο χαλκός είναι αυτός που κατεξοχήν παράγει ήχο και μιμείται τον ζωτικό συριγμό της ψυχής, είναι αυτός που ταιριάζει στο ενδιάμεσο είδος της ζωής, το σύμφωνο με τον Λόγο. Το γένος των ημιθέων, που είναι το τέταρτο στην σειρά, στρέφει τον Λόγο συνολικά προς την κατ’ ενέργεια [πρακτική] ζωή, ενώ λαμβάνει επίσης λόγω του πάθους, και κάποια άλογη κίνηση και ορμή κατά τις πράξεις, επιδιδόμενο έτσι σε αυτές με περισσότερη προθυμία.

Για αυτό επομένως και ο ποιητής δεν παραχώρησε στο γένος τούτο κάποιο ιδιαίτερο μέταλλο με τη σκέψη ότι έχει τους χαρακτήρες του πριν και του μετά από αυτό γένους, όντας πραγματικά γένος ημιθέων, διότι με τον Λόγο, στον οποίο έλαχε θεϊκή ουσία, συνέμειξε την θνητή ζωή του πάθους. Τη μεγαλοπρέπεια και την επιτυχία που έχει το γένος τούτο στα έργα του την προσφέρει ο Λόγος, ενώ την ενεργητική η παθητική δράση μέσω της ταύτισης ή της αντίθεσης των αισθημάτων του την προσδίδει το πάθος στη συνύφανση του με τον Λόγο. Το σιδερένιο γένος, το πέμπτο στην σειρά, είναι πραγματικά τελευταίο και χθόνιο, γεμάτο πάθη καθώς είναι παραπλήσιο με το σίδερο : ανθεκτικό, σκληρό και γεώδες, μαύρο και σκοτεινό. Τέτοια είναι άλλωστε και η φύση των παθών, ανεπίδεκτη νουθεσίας και αλύγιστη από τον Λόγο, και επίσης βαριά και αμέτοχη τρόπο τινά στον Λόγο, ο οποίος είναι φώς. Πραγματικά, εικόνα όλων τούτων είναι το σίδερο, με το οποίο ο ποιητής απεικόνισε το 5ο γένος. Δικαιολογημένα λοιπόν αυτό είναι το τελευταίο και λιγότερο τιμώμενο, μέσα στα πάθη καθώς κυλιέται, με τον κίνδυνο να εκπέσει στην εντελώς θηριώδη και δίχως λογικό ζωή, έχοντας πάνω του αμυδρό και θαμπό το φως του Λόγου, όμοια και το σίδερο έχει μιαν αμυδρή ομοιότητα στην απόχρωση του με τον άργυρο, ενώ στο μεγαλύτερο μέρος του είναι μαύρο. Και το παθητικό στοιχείο άλλωστε έχει μια δύναμη φαντασίας η οποία τείνει να μιμηθεί τον Νου και τον Λόγο, αλλά δεν μπορεί επειδή εκδηλώνει την ενέργεια της μαζί με την ύλη.


Κυρίως Θέμα
Αλλά ας δούμε λεπτομερώς τι λέει ο Ησίοδος …..

Πρώτο έπλασαν το χρυσό γένος των μερόπων ανθρώπων οι αθάνατοι που κατοικούνε στου Ολύμπου δώματα. Αυτοί (οι άνθρωποι) υπήρχαν τον καιρό του Κρόνου, όταν βασίλευε στον ουρανό. Ζούσαν σαν θεοί, μη έχοντας καμία έγνοια στο μυαλό τους και μακριά και έξω από κόπους και βάσανα. Ούτε υπήρχαν τα γερατειά που εμείς τα τρέμουμε, και έχοντας πάντα νεανικά τα χέρια και τα πόδια τέρπονταν με συμπόσια, μακριά από κάθε κακό. Και πέθαιναν σαν να τους έπαιρνε ο ύπνος. Και είχαν όλα τα καλά. Η ζωοδότρα γη ανάδινε μονάχη της πολύ και άφθονο καρπό. Και εκείνοι ευχαριστημένοι, ζούσαν ξεκούραστοι από τα κτήματα τους ανάμεσα σε πολλά καλά, [πλούσιοι σε πρόβατα και φίλοι των μάκαρων θεών]. Λοιπόν, από τον καιρό που σκέπασε πια η γαία αυτό το γένος, τούτοι έγινα με την θέληση του μεγάλου Διός Δαίμονες, εσθλοί, επιχθόνιοι, φύλακες των θνητών ανθρώπων [και τούτοι παρακολουθούν τις δίκες και τα εγκλήματα, αεροντυμένοι περιέρχονται επί Αίαν], και χαρίζουνε πλούτη. Αυτό το βασιλικό προνόμιο πήρανε.

Ύστερα πάλι δεύτερο γένος, πολύ κατώτερο, ασημένιο έπλασαν αυτοί που κατοικούν στου Ολύμπου τα δώματα, που δεν ήταν όμοιο με το χρυσό ούτε στου κορμιού ούτε στου νου τη δύναμη. Παρά εκατό έτη μεγάλωνε το παιδί, παίζοντας στον οίκο του δίπλα στην στοργική μητέρα του, όλως διόλου νήπιο. Μα όταν ερχόταν ο καιρός να γίνουν παλληκάρια και έπαιρναν τα σημάδια της ήβης, πολύ λίγο καιρό ζούσαν, αφού τραβούσαν βάσανα από την αμυαλιά τους. Γιατί δεν μπορούσαν να κρατούν μακριά ο ένας από τον άλλον την ανόσια αλαζονεία, και δεν ήθελαν να λατρεύουν τους αθανάτους, ούτε να θυσιάζουν επάνω στους ιερούς βωμούς των μακάρων, σύμφωνα με τα έθιμα που έχουν οι άνθρωποι ο καθένας στον τόπο του. Ύστερα από αυτά ο Κρονίδης Ζεύς θύμωσε και τους έκρυψε, αφού πρόσφεραν τιμές στους μακαρισμένους θεούς που κατοικούν στον Όλυμπο. Όταν και τούτο το γένος κατά γαίαν καλύφτηκε, αυτοί καλούνται υποχθόνιοι μάκαρες θνητοί, και έρχονται σε κατώτερη τάξη, μα τους ακολουθεί και τούτος κάποια τιμή.

Και ο Ζευς ο πατήρ ένα άλλο τρίτο γένος έπλασε μερόπων ανθρώπων, χάλκινο, που δεν έμοιαζε καθόλου με το ασημένιο, εκ μελίας, σκληρό και δυνατό. Τούτοι καταγίνονται στα πολυστέχνατα έργα του Άρεως και σε πράξεις βίας. Ούτε έτρωγαν καθόλου σιτάρι, παρά είχαν αδάμαντος είχαν κρατερόφρονα θυμό, και έπνεαν τρόμο. Μεγάλη ήταν η δύναμη τους, και τα ανίκητα χέρια τους ξεφύτρωναν από τους ώμους επάνω στα στιβαρά κορμιά τους. Τα όπλα τους ήσαν χάλκινα και χάλκινοι οι οίκοι τους, και με τον χαλκό εργαζόταν, γιατί δεν υπήρχε μαύρος σίδηρος. Και τούτοι αφανισμένοι ο ένας από το χέρι του άλλου μπήκαν στο μουχλιασμένο δόμα του κρυερού Άδη, χωρίς να αφήσουν όνομα. Αν και ήσαν τρομεροί, τους πείρε ο θάνατος κι έχασαν το λαμπρό φώς του ήλιου.

Αφού λοιπόν και τούτο το γένος κατά γαία κάλυψε, πάλι και τέταρτο έπλασε ο Κρονίδης Ζευς επί της πολυτρόφου χθόνας, πιο δίκαιο και αντρειωμένο, το θείο γένος των Ηρώων που ονομάζονται ημίθεοι, η πρωτύτερη από τη δική μας γενιά επάνω στην απέραντη γαία. Και τούτους όμως πόλεμος κακός και τρομερή σύγκρουση, άλλους στην εφτάπυλη Θήβα, της Καδμείας γαίας, αφάνισε, που μάχονταν για τα κοπάδια του Οιδίποδα, και άλλους και μέσα στα καράβια απάνω από την άπατη θάλασσα, αφού τους έφερε στην Τροία για την Ελένη την ομορφομαλλούσα. Άλλους εκεί, αλήθεια, ο θάνατος τους σκέπασε και πέθαναν, και άλλους ο Κρονίδης Ζευς, αφού ξέχωρα από τους ανθρώπους τους ώρισε να ζουν και να κατοικούν, τους τοποθέτησε στα πέρατα της γαίας, μακριά από τους αθανάτους, και ο Κρόνος είναι βασιλιάς τους, γιατί τον έλυσε από τα δεσμά ο πατέρας των ανθρώπων και των θεών. Και τούτοι μεν κατοικούν έχοντες ξέγνοιαστη καρδιά στα Νησιά των Μακάρων κοντά στον βαθυδίνη Ωκεανό, όλβιοι ήρωες που η πολύκαρπη αρούρα [γη] τους χαρίζει γλυκό καρπό που ωριμάζει τρείς φορές το χρόνο. Και στους άλλους που βρίσκονται στον κάτω Κόσμο χάρισε τιμή και κύδος. Ούτε άλλο γένος έκαμε τόσο ονομαστό ο ευρύοπας Ζευς ανάμεσα στους ανθρώπους που γεννήθηκαν επί της πολυτρόφας χθόνας.

Αχ! Να μην έσωνα κι εγώ, ύστερα από αυτούς, να βρίσκομαι με τους ανθρώπους του πέμπτου γένους, παρά ή να πέθαινα πρωτύτερα ή να ζούσα κατόπιν. Γιατί τώρα πια υπάρχει το πέμπτο γένος, το σιδερένιο. Ποτέ δεν θα πάψουν την ημέρα να τραβάνε κόπους και βάσανα και τη νύχτα να μαραζώνουν για κάτι τι, γιατί βαριές έγνοιες θα τους δίνουν οι θεοί. Μα όπως και να είναι, με τα κακά αυτά θα αναμιχθούν και καλά. Ο Ζευς θα αφανίσει και τούτο το γένος των ανθρώπων τότε που θα μοιάζει των παιδιών του ούτε και τα παιδιά (του πατέρα), ούτε ο αδελφός στον αδελφό, καθώς πρωτύτερα. Και τους γονείς, μόλις γεράσουν, θα τους καταφρονούν. Θα τους βρίζουν τότε λέγοντάς τους βαριά λόγια, οι κακοί, χωρίς να λογαριάζουν την τιμωρία των θεών. Ούτε και θα αποδίδουν αυτοί στους γερασμένους γονείς τους τα όσα ξόδεψαν για να τους μεγαλώσουν. [θα βάζουν το δίκιο στην δύναμή τους. Κι ο ένας του άλλου θα λεηλατεί την πόλη]. Ούτε καμία τιμή θα έχει όποιος κρατεί τον όρκο του, ούτε ο δίκαιος ούτε ο καλός, και μάλλον θα τιμούν τον άνθρωπο που κάνει εγκλήματα και αυθαιρεσίες. Το δίκαιο θα είναι στο δύναμη και σεβασμός δεν θα υπάρχει. Και θα ζημιώνει ο αχρείος τον ευγενικό άνθρωπο λέγοντας του λόγια απατηλά που θα παίρνει όρκο για αυτά. Και ο φθόνος ο πικρόγλωσσος ο χαιρέκακος, θα παρακολουθεί όλους τους άθλιους ανθρώπους με μάτια γεμάτα μίσος. Και τότε πια από την πλατύδρομη χθόνα η Αιδώς και η Νέμεσις, αφού σκεπάσουν το ωραίο τους πρόσωπο με τα λευκά πέπλα τους, θα ανέβουν στον Όλυμπο, κοντά στους αθανάτους, παρατώντας τους ανθρώπους. Και θα μείνουν στους θνητούς οι βαριές θλίψεις. Και το κακό δεν θα έχει γιατρειά. …..





Αλλά ας δούμε τι σημαίνουν όλα αυτά, πάντα με γνώμονα την Ελληνική γραμματεία και συγκεκριμένα το Πρόκλειο «Υπόμνημα εις τα Ησιόδου Έργα και Ημέρες» :

Η φράση, λοιπόν, «πρώτα το χρυσό γένος –Χρύσεον μὲν πρώτιστα» [σ. 109 - 110], που είναι σχετική με τις ανθρώπινες πολιτείες, περιέχει μια ένδειξη των μεταβολών που συμβαίνουν στις ανθρώπινες ζωές από την αρετή στην κακία και από την κακία στην αρετή, και ότι σε όλους δεν υπάρχει μια ζωή αλλά η ζωή έχει ποικιλία. Και το ότι λέει ότι άλλοτε υπάρχει καλύτερο γένος και άλλοτε χειρότερο, ενώ υπάρχουν πάντα τα καλύτερα και τα χειρότερα (γιατί δεν είναι δυνατόν να χαθούν ούτε τα κακά ούτε και φυσικά τα καλά), δεν πρέπει να μας κάνει να απορούμε καθόλου. Γιατί βλέπει αυτές τις μεταβολές σαν να κοιτάζει σε έναν τόπο. Και σύμφωνα με την ποιητική άδεια, δεν αποκλείεται καθόλου να υπάρχει αλλού το σιδερένιο γένος και αλλού το χρυσό γένος. Το ότι, όμως, χρησιμοποιεί αμετάβλητα πράγματα, όπως τον χρυσό, τον άργυρο και τον σίδηρο, για να υποδείξει τις ζωές, ούτε και αυτό είναι περίεργο. Γιατί η μεταφορά και η αναπαράσταση μέσω εικόνων είναι κάτι απολύτως φυσιολογικό για την ποίηση.

Το «αυτοί ήταν τον καιρό του Κρόνου - οἳ μὲν ἐπὶ Κρόνου ἦσαν» [σ. 111] το λέει γιατί οι άνθρωποι που άνηκαν στον χρυσό γένος είχαν ζωή καθαρή, άυλη και απαθή. Και αυτή δηλώνει ο χρυσός, όπως ακριβώς κατέστησε φανερό ο Πλάτων στον «Κρατύλο, 397.e.2 – 398.c.4»

ΣΩ. : Αλήθεια, Ερμογένη. Τι να σημαίνει άραγε το όνομα «δαίμονες» ;; Πρόσεξε αν σου φανώ ότι λέω κάτι σπουδαίο.

ΕΡΜ. : Λέγε.

ΣΩ. : Γνωρίζεις ποιοι, κατά τον Ησίοδο, είναι οι δαίμονες ;;

ΕΡΜ. : Δεν γνωρίζω.

ΣΩ. : Δεν γνωρίζεις ούτε για το χρυσό γένος των ανθρώπων, που λέει ότι υπήρξε πρώτο ;;

ΕΡΜ. : Αυτό το ξέρω.

ΣΩ. : Λέει λοιπόν για αυτό «Μόλις το γένος τούτο χωρίστηκε σε μέρη οι δαίμονες αγνοί και υποχθόνιοι ονομάζονται, εσθλοί, αλεξίκακοι, φύλακες των ανθρώπων».

ΕΡΜ. : Δηλαδή, τι εννοείς;;

ΣΩ. : Νομίζω πως, λέγοντας χρυσό γένος, δεν εννοεί φτιαγμένο από χρυσάφι, αλλά αγαθό και καλό. Απόδειξη θεωρώ το γεγονός ότι για μας λέει πως είμαστε το σιδερένιο γένος.

ΕΡΜ. : Έχεις δίκιο.

ΣΩ. : Πιστεύεις λοιππον ότι, και αν κάποιος από τους συγχρόνους μας είναι αγαθός, θα μπορούσε να πει πως ανήκει στο χρυσό γένος ;;

ΕΡΜ. : Βέβαια.

ΣΩ. : Οι αγαθοί όμως είναι φρόνιμοι ή τίποτα άλλο ;;

ΕΡΜ. : Φρόνιμοι.

ΣΩ. : Κατά την γνώμη μου, αυτό περισσότερο από οτιδήποτε άλλο χαρακτηρίζει τους δαίμονες. Επειδή ήταν φρόνιμοι και «δαήμονες» (σοφοί) τους ονόμασαν «δαίμονες». Και στην αρχαία γλώσσα μας το όνομα αυτό αντιστοιχεί στο ίδιο. Σωστά λοιπόν και αυτός και άλλοι ποιητές λένε ότι, να πεθάνει κάποιος αγαθός, μεγάλη τύχη και τιμές αποκτάει και γίνεται δαίμονας, σύμφωνα με την ονομασία της φρόνησης. Έτσι και εγώ λοιπόν αντιλαμβάνομαι τον «δαήμονα», δηλαδή κάθε άνθρωπο, θεϊκό όσο ζει και αφού πεθάνει, και νομίζω ότι σωστά ονομάζεται «δαίμων». ……………..




Πως όμως αυτοί ζούσαν τον Καιρό του Κρόνου, θα το καταλάβουμε αν σκεφτούμε ότι ο Κρόνος είναι χορηγός της νοητικής ζωής, καθώς είναι “κόρος” του νοός ή μάλλον “κορός” νους και καθαρός. Γιατί το “κορός” σημαίνει καθαρός. Όλοι, λοιπόν, όσοι ζουν νοητικά έχουν Κρόνια πολιτεία, και για αυτό λέγεται ότι ο βασιλιάς τους είναι ο Κρόνος, όπως ακριβώς ο Δίας είναι βασιλιάς όσων ζουν πολιτικά με βάση την άριστη πολιτεία η οποία θεωρεί τα πάντα κοινά – κατά πως λέγει ο Πλάτωνας στους «Νόμους, 739.b». Δέν πρέπει, λοιπόν, να πιστέψουμε ότι μεταβάλλεται η βασιλεία των θεών, αλλά ότι οι ψυχές μεταβάλλουν την ζωή τους και κάνουν άλλο θεό βασιλιά τους. Ο μύθος, όμως, μεταφέρει τη μεταβολή από εμάς στους βασιλιάδες.

Το «και σαν θεοί ζούσαν - ὥστε θεοὶ δ᾽ ἔζωον» [σ. 112] δικαιολογημένα το λέει ο Ησίοδος, μιας και όσοι ήταν καθαροί από κάθε πάθος έμοιαζαν με τον άφθαρτο και καθαρό χρυσό : λέγεται ότι είναι ομοιότατοι με τους θεούς. γιατί κατά πρώτον οι θεοί είναι απαθείς, ενώ οι ψυχές πετυχαίνουν αυτή την ευδαιμονία μιμούμενες τους θεούς.

Το ότι «ούτε καθόλου έρχονταν τα φοβερά γεράματα για αυτούς – οὐδέ τι δειλὸν γῆρας ἐπῆν» [σ. 113-115] είναι Κρόνιο χαρακτηριστικό. Γιατί και ο Ορφέας έλεγε ότι ο Κρόνος έχει πάντα μαύρες τις τρίχες της γενειάδας του. Και ο Πλάτωνας στον «Πολιτικό, 270.d – e» λέει ότι όσοι ζουν στην περίοδο του Κρόνου αποβάλουν το γήρας και γίνονται πάντα νεότεροι. Υποδεικνύει, μάλιστα, ότι όλοι όσοι ζουν σύμφωνα με τον νου και για τον λόγο αυτό έχουν Κρόνια ζωή, οδεύουν πάντα προς μεγαλύτερη ακμαιότητα, αφήνοντας τη φθορά που συνυπάρχει με την γένεσιν. Γιατί το γήρας υπάρχει μέσα στην γένεση, ενώ έξω από τη γένεση βρίσκεται η διαρκής νεότητα και ακμή, καθώς δεν έχει θέσειτο αφύσικο.

Το «και πέθαιναν σαν να τους έπαιρνε ο ύπνος - θνῇσκον δ᾽ ὥσθ᾽ ὕπνῳ δεδμημένοι» [σ. 116-117] που αναφέρει είναι επακόλουθο όλων όσων ζουν χωρίς αρρώστιες, το να πραγματοποιείται δηλαδή ο χωρισμός από τα σώματα χωρίς βιαιότητα και πόνο, και το να είναι η απελευθέρωση από το σώμα σαν το βγάλσιμο του χιτώνα. Για αυτό και είπε ότι έμοιαζε με ύπνο, επειδή συνέβαινε με ευκολία και φυσικότητα, χωρίς βιαιότητα.

Όταν μας λέγει πως «από τον καιρό που σκέπασε πια η γαία αυτό το γένος, τούτοι έγινα με την θέληση του μεγάλου Διός Δαίμονες, εσθλοί, επιχθόνιοι, φύλακες των θνητών ανθρώπων - αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τοῦτο γένος κατὰ γαῖα κάλυψε, τοὶ μὲν δαίμονες ἁγνοὶ ἐπιχθόνιοι τελέθουσιν ἐσθλοί, ἀλεξίκακοι, φύλακες θνητῶν ἀνθρώπων», δεν κάνει τίποτε άλλο από το αναφέρεται στην ζωή όσων ανήκουν στο χρυσό γένος. Λέει ποιος είναι ο κλήρος και η θέση τους μετά θάνατον. Γιατί υπάρχουν τρία πράγματα : η ζωή, ο θάνατος και ο κλήρος. Έχει όμως πει ότι η ζωή τους ήταν απαθής και ο θάνατος αβίαστος. Τώρα λοιπόν λέγει το τρίτο, ότι ο κλήρος τους ήταν δαιμονικός. Γιατί όσοι έχουν ζήσει έτσι, με θέλημα των θεών τοποθετούνται στην τάξη των δαιμόνων [κατά θέση δαίμονες], καθώς είναι αγαθοί φύλακες των ανθρώπων που ζουν ακόμη τη θνητή ζωή και χορηγοί αγαθών στους ανθρώπους, επειδή φυλάσσουν τη ζωή των ανθρώπων χωρίς βάσανα και κάνουν εύκολη τη ζωή που οι άνθρωποι ζουν με σώματα.

Έπειτα αναφέρεται στο αργυρό γένος, με την φράση «Ύστερα πάλι δεύτερο γένος, πολύ κατώτερο, ασημένιο έπλασαν αυτοί που κατοικούν στου Ολύμπου τα δώματα – Δεύτερον αὖτε γένος πολὺ χειρότερον μετόπισθεν» [σ. 127 - 129]. Από την Ορφική παράδοση γνωρίζουμε, κάτι που αναφέρει και ο Πρόκλος, ότι ότι ο Κρόνος βασιλεύει στο αργυρό γένος, λέγοντας αργυρούς όσους ζουν με βάση τον καθαρό Λόγο [λογική], όπως ακριβώς λέει χρυσούς όσους ζουν με βάση μόνο τον νου [κατά νου μόνον]. Ο Ησίοδος, όμως θέλοντας να δηλώσει τη μεταβολή της ανθρώπινης ζωής παρουσιάζει το αργυρό γένος ράθυμο. Ωστόσο λέγει ότι το αργυρό γένος είναι μεν χειρότερο από το χρυσό, δεν διολίσθησε όμως στην έσχατη κακία, αλλά στην αργία [απραξία] και στην φυσική ζωή [που είναι σύμφωνη με την φύση] αντί για την νοητική ζωή.

Ποιο κάτω, και όταν λέγει ότι «δεν μπορούσαν να κρατούν μακριά ο ένας από τον άλλον την ανόσια αλαζονεία, και δεν ήθελαν να λατρεύουν τους αθανάτους, ούτε να θυσιάζουν επάνω στους ιερούς βωμούς των μακάρων, σύμφωνα με τα έθιμα που έχουν οι άνθρωποι ο καθένας στον τόπο του –ὕβριν γὰρ ἀτάσθαλον οὐκ ἐδύναντο ἀλλήλων ἀπέχειν, οὐδ᾽ ἀθανάτους θεραπεύειν ἤθελον οὐδ᾽ ἔρδειν μακάρων ἱεροῖς ἐπὶ βωμοῖς, ᾗ θέμις ἀνθρώποις κατὰ ἤθεα» [σ. 134 - 140] δεν κάνει τίποτα άλλο από τα να μας υποδεικνύει τα επακόλουθα της ράθυμης ζωής των ανθρώπων, δηλαδή λόγω της μαλθακότητάς τους να φέρονται υπεροπτικά και να μην απέχουν από τις αλαζονικές πράξεις ο ένας από τον άλλον ούτε να τηρούν τις υποχρεώσεις τους προς τους θεούς, αλλά να ζουν πίνοντας και τρώγοντας σαν τα φυτά. Έτσι επί παραδείγματι έζησαν οι Συβαρίτες και οι Κολοφώνιοι και χάθηκαν, ενώ αυτό το πάθημα άγγιξε επίσης τους Πέρσες και τους Μύδους.



Όταν δε αναφερόμενος στο τέλος τους μας λέγει ότι «Όταν και τούτο το γένος κατά γαίαν καλύφτηκε, αυτοί καλούνται υποχθόνιοι μάκαρες θνητοί, και έρχονται σε κατώτερη τάξη, μα τους ακολουθεί και τούτος κάποια τιμή – αὐτὰρ ἐπεὶ καὶ τοῦτο γένος κατὰ γαῖα κάλυψε, τοὶ μὲν ὑποχθόνιοι μάκαρες θνητοὶ καλέοντα, δεύτεροι, ἀλλ᾽ ἔμπης τιμὴ καὶ τοῖσιν ὀπηδεῖ» δεν κάνει κάτι άλλο από το αναφέρεται στον κλήρο που έλαβαν. Μιας και οι προηγούμενοί τους έγιναν επιχθόνιοι, καθώς είναι χορηγεί αγαθών και φύλακες θνητών. Τούτοι όμως λέγονται μακάριοι «θνητοί» και «υποχθόνιοι», επειδή τοποθετήθηκαν στους τόπους υπό την γη, καθώς ζούσαν ζωή φυσική [σύμφωνη με την φύση] αντί για ζωή νοητική, μοιάζοντας με τα φυτά που έχουν τα κεφάλια τους ριζωμένα στη γη. Γιατί οι ρίζες είναι τα κεφάλια των φυτών. Δικαιολογημένα λοιπόν είναι «υποχθόνιοι» και «θνητοί» φύλακες, επειδή ζουν με βάση το θνητό τους μέρος. Γιατί τέτοια είναι η φυσική ζωή [η σύμφωνη με τη φύση]. Το ποιών είναι φύλακες βέβαια είναι εύκολα αντιληπτό : των ψυχών που ζουν σε εκείνους τους τόπους, οι οποίες δεν έζησαν μόνο φυσικά [σύμφωνα με τη φύση] αλλά διολίσθησαν σε κάθε κακία. Για αυτό και αναφερόμενος σε τούτους προσέθεσε ότι και αυτούς «τους ακολουθεί τιμή», εφόσον δεν πραγματοποίησαν μεγάλα κακά σαν και αυτά των επομένων τους.

Έπειτα [σ. 143 - 151] ακολουθεί η αναφορά στο τρίτο γένος, το χάλκινο. Αυτό το γένος δικαιολογημένα είναι τρίτο, καθώς δεν είναι ούτε νοητικό ούτε πανούργο, αλλά πραγματικά φοβερό και φονικό, έχοντας εκτραπεί σε τυραννική άσκηση της δύναμή του, επειδή νοιαζόταν μόνο για τα σώματα. Για αυτό και ο Ησίοδος λέει: «άπληστοι. Μεγάλη δύναμη και χέρια ανίκητα φύτρωναν από τους ώμους τους – ἄπλαστοι· μεγάλη δὲ βίη καὶ χεῖρες ἄαπτοι ἐξ ὤμων ἐπέφυκον». Γιατί δηλώνει ότι όσοι άνηκαν σε αυτό το γένος ασκούσαν τη σωματική δύναμη αμελώντας τα άλλα. Ασχολούνταν με την κατασκευή των όπλων και χρησιμοποιούσαν για αυτόν τον σκοπό τον χαλκό, όπως το σίδερο για την γεωργία, σκληραίνοντας τον χαλκό, που από την φύση του είναι μαλακός, με κάποια βαφή, δηλαδή με σκλήρυνση με την θέρμανση και απότομη βύθιση σε νερό ή λάδι. Όταν, όμως, τέλειωσε η χρήση αυτής της βαφής, προχώρησαν στη χρήση του σιδήρου κατά τους πολέμους. Χρησιμοποιώντας βέβαια ο Ησίοδος το δωρικό τύπο «μελιᾶν» αντί του «μελιῶν» εννοούσε ότι αυτό το χάλκινο γένος ξεφύτρωσε από τα δέντρα μελίες και όχι τις Νύμφες Μελίες. Άλλωστε είναι παράλογο να προέρχονταν από θεϊκό γένος και να είχαν γεννηθεί θηριώδεις. Αντιθέτως, επειδή έχουν γεννηθεί από σκληρά δέντρα που σαπίζουν δύσκολα, έγιναν ισχυροί στα σώματα και ανελέητοι και βίαιοι στον χαρακτήρα. Γιατί αυτό υπαινίσσεται η γέννησή τους από μελίες.

Έπειτα [σ. 152 - 156] λέγει ότι αυτοί κατάρρευσαν από μόνοι τους, επειδή ήταν ακοινώνητοι και θηριώδεις και σχεδόν αλληλοσκοτώνονταν. Και δικαιολογημένα βυθίστηκαν στον υποχθόνιο τόπο, όπου έχει συνενωθεί το άτακτο μέρος του Κόσμου και το θηριώδες γένος των δαιμόνων. Αυτοί, λοιπόν, δικαιολογημένα είναι οι τρίτοι από το Χρυσό γένος. Γιατί εκείνοι ήταν απαθείς, οι επόμενοι τους ούτε απαθείς ούτε εμπαθείς, παρόλο που στο τέλος φέρονταν υπεροπτικά λόγω της εύκολης απόκτησης των αναγκαίων. Τούτοι οι τρίτοι, όμως δεν ήταν μόνο αλαζόνες αλλά και φονικοί και εμπαθείς, και έφτασαν στην έσχατη κακία, ώστε η ανθρώπινι ζωή να έχει συμπεριληφθεί μέσα σε αυτήν την τριάδα, στον χρυσό, στον άργυρο και στον χαλκό. Γιατί και η σειρά αυτών των υλικών είναι τέτοια.

Έπειτα [σ. 157 - 158] λέγει ότι το τρίτο γένος εξαφανίστηκε από κατακλυσμό. Μετά τον κατακλυσμό ήρθε στον βίο ένα ιερό γένος, αυτό των ημιθέων, το οποίο διήρκησε οκτώ γενιές μέχρι τα Τρωικά. Γιατί ο Εύμηλος, ο οποίος εκστράτευσε εναντίον της Τροίας, ήταν γιός του Άδμητου, και αυτός του Φέρη, και αυτός του Κρηθέα, και αυτός του Αίολου, και αυτός του Έλληνα, και αυτός του Δευκαλίωνα. Ο Γλαύκος επίσης ήταν γιός του Ιππόλοχου, του γιού του Βελλεφοφάντη, του γιού του Γλαύκου, του γιού του Σίσυφου, του γιού του Αίολου, του γιού του Έλληνα, του γιού του Δευκαλίωνα. Ο Γλαύκος λοιπόν ήταν όγδοος. Το γένος λοιπόν διήρκησε τόσο και διέπρεψε στην αρετή.

Αυτούς [σ. 159 - 160] τους αποκάλεσαν ήρωες επειδή γεννήθηκαν από έρωτα, είτε όταν θεοί ερωτεύτηκαν γυναίκες είτε όταν θεές ερωτεύτηκαν άνδρες. Τους αποκάλεσαν ημίθεους επειδή κατά τη γέννησή τους είχαν ένα μέρος τους θεϊκό και ένα άλλο ανθρώπινο. Όπως ακριβώς, λοιπόν, είναι θεϊκό το γένος που προέρχεται από δύο θεούς και ανθρώπινο το γένος που προέρχεται από δύο ανθρώπους, έτσι και το μικτό γένος που προέρχεται από θεούς και ανθρώπους λέγεται γένος των ημιθέων. Όσον αφορά, όμως, την ίδια την διαφορά τους στη γέννηση πρέπει να την αναγάγουμε στο είδος της ζωής τους. Γιατί όσους διέπρεψαν περισσότερο στην ανυψωτική ζωή, τους παρουσίασαν να κατάγονται από πατέρα θεό και από μητέρα άνθρωπο. Όσους διάπρεψαν στην πρακτική αρετή, αυτούς αντιστρόφως τους παρουσίασαν από μητέρα θεά και από άνθρωπο πατέρα. Γιατί και οι δύο είναι θεϊκές, και η ανυψωτική και η πρακτική αρετή. Αλλά η μια είναι ανδροπρεπής, καθώς ανήκει σε ισχυρότερη ζωή, ενώ η άλλη είναι θηλυπρεπής, επειδή είναι υποβαθμισμένη ως προς τη δύναμη. Επίσης η μια είναι απαθέστερη, ενώ η άλλη είναι ομοιοπαθέστερη προς τα θνητά.

Έπειτα, στους σ. 167-173» όπου λέει ότι «Άλλους εκεί, αλήθεια, ο θάνατος τους σκέπασε και πέθαναν, και άλλους ο Κρονίδης Ζευς, αφού ξέχωρα από τους ανθρώπους τους όρισε να ζουν και να κατοικούν, τους τοποθέτησε στα πέρατα της γαίας, μακριά από τους αθανάτους, και ο Κρόνος είναι βασιλιάς τους, γιατί τον έλυσε από τα δεσμά ο πατέρας των ανθρώπων και των θεών. Και τούτοι μεν κατοικούν έχοντες ξέγνοιαστη καρδιά στα Νησιά των Μακάρων κοντά στον βαθυδίνη Ωκεανό, όλβιοι ήρωες που η πολύκαρπη αρούρα [γη] τους χαρίζει γλυκό καρπό που ωριμάζει τρείς φορές το χρόνο. Και στους άλλους που βρίσκονται στον κάτω Κόσμο χάρισε τιμή και κύδος. Ούτε άλλο γένος έκαμε τόσο ονομαστό ο ευρύοπας Ζευς ανάμεσα στους ανθρώπους που γεννήθηκαν επί της πολυτρόφας χθόνας – [ἔνθ᾽ ἦ τοι τοὺς μὲν θανάτου τέλος ἀμφεκάλυψε] τοῖς δὲ δίχ᾽ἀνθρώπων βίοτον καὶἤθε᾽ὀπάσσας Ζεὺς Κρονίδης κατένασσε πατὴρ ἐς πείρατα γαίης. καὶ τοὶ μὲν ναίουσιν ἀκηδέα θυμὸν ἔχοντες ἐν μακάρων νήσοισι παρ᾽ Ὠκεανὸν βαθυδίνην, ὄλβιοι ἥρωες, τοῖσιν μελιηδέα καρπὸν τρὶς ἔτεος θάλλοντα φέρει ζείδωρος ἄρουρα], κάνει λόγο ο Ησίοδος για τον κλήρο των ηρώων, ότι ο Ζευς τους απένειμε στα πέρατα της γης, χωριστά από τους ανθρώπους, βιος και δικούς τους τόπους, τους οποίους ο Ησίοδος αποκάλεσε «ἤθη» (ενδιαιτήματα).

Ο υπαινιγμός, λοιπόν, δηλώνει ότι εκείνοι έχουν κλήρο πιο θεϊκό από την «ἐν τῇ γενέσει ζωῆ» και ότι για αυτό λέγεται πως κατοικούν στις νήσους των μακάρων, τις οποίες έχουν λάβει οι μακάριες ψυχές οι οποίες έχουν εγκατασταθεί σε νησιά, επειδή οι ψυχές αυτές υπερέχουν της «γενέσεως» [του κόσμου της γένεσης] όπως τα νησιά υπερέχουν από την θάλασσα – που με αυτήν συμβολίζεται το «γίγνεσθαι». Λέγεται, μάλιστα, ότι κατοικούν «παρ᾽ Ὠκεανὸν βαθυδίνην» ο οποίος χωρίζει τον νοητό τόπο από τη βασιλεία του Άδη και στον οποί λέγεται ότι κατ’ αρχάς φάνουν όσοι πάνε στον Άδη. Λέει επίσης ότι η γη παράγει για αυτούς καρπό τρείς φορές τον χρόνο, επειδή απολαμβάνουν τα τέλεια και πιο θρεπτικά αγαθά από τις ζωογόνες δυνάμεις πάνω στην γη. Για αυτό και δεν είπε απλώς ότι η γη φέρνει καρπούς τρεις φορές, αλλά η «ζείδωρος ἄρουρα».
Συγγραφέας κειμένου : Κεφάλας Ευστάθιος [17-5-2007, ΕΛΛΑΣ]

«Το μυστικό του εκφυλισμού»

«Το μυστικό του εκφυλισμού»
Ιούλιος Έβολα (από το περιοδικό «Γερμανική Εθνολαογραφία», Αριθμ., 11, 1938)

Όποιος προσφέρεται  ν’ απορρίψει τον ορθολογιστικό μύθο της «προόδου» και την ερμηνεία της ιστορίας ως μιας αδιάκοπης θετικής εξέλιξης της ανθρωπότητας, θα βρεθεί σταδιακά να στρέφεται  προς την κοσμοαντίληψη που ήταν κοινή σε όλους τους μεγάλους παραδοσιακούς πολιτισμούς και η οποία είχε στο κέντρο της την ανάμνηση μιας διαδικασίας εκφυλισμού, αργής συσκότισης ή κατάρρευσης ενός προηγούμενου ανώτερου κόσμου. Όσο διεισδύουμε βαθύτερα σ’ αυτήν την νέα (και παλαιά) ερμηνεία, συναντάμε διάφορα προβλήματα, μεταξύ των οποίων κυριότερο είναι το ζήτημα του μυστικού του εκφυλισμού.
Στην κυριολεκτική έννοια του όρου, αυτό το ζήτημα δεν είναι καθόλου καινούργιο. Ενώ αναλογιζόμαστε τα υπέροχα κατάλοιπα  πολιτισμών των οποίων ούτε  καν η ονομασία δεν  έφθασε έως εμάς, αλλά τα οποία φαίνεται να μεταφέρουν - ακόμη και στο φυσικό υλικό τους- ένα μεγαλείο και μια δύναμη που είναι κάτι περισσότερο από γήινη, σχεδόν ο καθένας παρέλειψε ν’ αναρωτηθεί για τον θάνατο των πολιτισμών κι ένοιωσε την ανεπάρκεια των λόγων που παρέχονται  συνήθως για να τον εξηγήσουν.
Πρέπει να ευχαριστήσουμε τον Κόμη ντε Γκομπινώ για την καλύτερη και πιο γνωστή περίληψη αυτού του προβλήματος, αλλά και για μια αριστοτεχνική κριτική των κυρίων  υποθέσεων περί αυτού. Η λύση του με βάση την φυλετική σκέψη και την φυλετική καθαρότητα περιέχει επίσης μια μεγάλη δόση αλήθειας, θα πρέπει όμως να επεκταθεί με λίγες παρατηρήσεις σχετικές με μιαν υψηλότερη τάξη πραγμάτων. Επειδή υπήρξαν πολλές περιπτώσεις κατά τις οποίες ένας πολιτισμός κατέρρευσε ακόμα κι’  αν η φυλή του παρέμενε καθαρή, όπως είναι ιδιαίτερα εμφανές σε ορισμένες ομάδες που έχουν υποστεί αργή, αδυσώπητη εξαφάνιση παρά το ότι παρέμειναν τόσον απομονωμένες φυλετικά σαν να ήσαν νησιά.
Ένα αρκετά πρόσφορο παράδειγμα είναι η περίπτωση των Σουηδών και των Ολλανδών. Αυτοί οι λαοί βρίσκονται σήμερα στην ίδια φυλετική κατάσταση όπως ήταν πριν από δύο αιώνες, αλλά τώρα δεν μπορούν να βρεθούν πολλά από τα χαρακτηριστικά ηρωικής διάθεσης και φυλετικής συνειδητοποίησης που  κάποτε κατείχαν . Άλλοι μεγάλοι πολιτισμοί φαίνεται ότι παρέμειναν απλώς στατικοί σε μουμιοποιημένη κατάσταση : ήταν  από καιρό νεκροί εσωτερικά, έτσι ώστε να χρειάστηκε μια ελάχιστη ώθηση για να τους κατεδαφίσει. Αυτή ήταν η περίπτωση, για παράδειγμα, του αρχαίου Περού, αυτής της γιγαντιαία ηλιακής αυτοκρατορίας, που εκμηδενίστηκε από μερικούς τυχοδιώκτες προερχόμενους  από τον χείριστο όχλο της Ευρώπης.
Αν κοιτάξουμε το μυστικό του εκφυλισμού από αποκλειστικά παραδοσιακή σκοπιά, γίνεται ακόμα δυσκολότερο να το λύσουμε εντελώς. Είναι λοιπόν θέμα κατανομής όλων των πολιτισμών σε δύο βασικές κατηγορίες. Από την μία πλευρά υπάρχουν οι παραδοσιακοί πολιτισμοί, των οποίων η αρχή είναι ίδια και αναλλοίωτη, παρ’ όλες τις διαφορές που διαπιστώνονται στην επιφάνεια. Ο άξονας αυτών των πολιτισμών κι η κορυφή της ιεραρχικής τάξης τους αποτελούνται από μεταφυσικές, υπερ-ατομικές δυνάμεις κι ενέργειες, οι οποίες χρησιμεύουν για να ενημερώνουν και να δικαιώνουν όλα όσα είναι απλώς ανθρώπινα, παροδικά, υποκείμενα στο γίγνεσθαι και στην «ιστορία». Από την άλλη πλευρά υπάρχει ένας «σύγχρονος πολιτισμός», ο οποίος είναι πραγματικά μια «αντι-παράδοση» κι ο οποίος εξαντλείται σε κατασκευή καθαρά ανθρώπινων και γήινων συνθηκών και στην συνολική ανάπτυξή τους σ’ επιδίωξη  μιας ζωής εντελώς αποκομμένης από τον «ανώτερο κόσμο».
Από την άποψη της τελευταίας πλευράς, το σύνολο της ιστορίας είναι εκφυλισμός, γιατί δείχνει την καθολική πτώση των προηγούμενων πολιτισμών του παραδοσιακού τύπου, καθώς και την αποφασιστική και βίαιη άνοδο ενός νέου παγκόσμιου πολιτισμού του «σύγχρονου» τύπου.
Ένα διπλό ερώτημα προκύπτει από αυτό :
Κατ' αρχάς, πώς ήταν ποτέ δυνατόν να επιτευχθεί αυτό ; Υπάρχει ένα λογικό σφάλμα που διέπει ολόκληρο το δόγμα της εξέλιξης : είναι αδύνατο κάτι το  ανώτερο  να μπορεί να αναδυθεί από κάτι το κατώτερο και κάτι το μεγαλύτερο από κάτι το μικρότερο. Αλλά μήπως δεν αντιμετωπίζουμε μια παρόμοια δυσκολία στην λύση του δόγματος της υποστροφής; Πώς είναι ποτέ δυνατόν το ανώτερο να καταπέσει ; Αν είχαμε να κάνουμε με απλές αναλογίες, θα ήταν εύκολο ν’ ασχοληθούμε μ’ αυτό το ερώτημα. Ένας υγιής άνθρωπος μπορεί ν’ αρρωστήσει. Ένας ενάρετος μπορεί να μεταστραφεί σε  φαύλο. Υπάρχει ένας φυσικός νόμος τον οποίο ο καθένας θεωρεί ως δεδομένο : ότι κάθε ζωντανό ον, ξεκινά με τη γέννηση, έχει ανάπτυξη, αποκτά δύναμη, κατόπιν έρχονται τα γηρατειά, η αποδυνάμωση και η διάλυσή του. Και ούτω καθεξής. Αυτός όμως ο νόμος απλά αφηγείται, δεν εξηγεί, ακόμη κι αν αποδεχθούμε  ότι τέτοιες αναλογίες σχετίζονται πράγματι με το ζήτημα που τίθεται εδώ.
Δεύτερον, δεν είναι μόνο ένα θέμα που εξηγεί την πιθανότητα του εκφυλισμού ενός συγκεκριμένου πολιτιστικού κόσμου, αλλά και την πιθανότητα ο εκφυλισμός ενός πολιτιστικού κύκλου να μπορεί να περάσει σε άλλους λαούς και να τους σύρει προς τα κάτω μαζί του. Για παράδειγμα, δεν πρέπει μόνο να εξηγήσουμε πώς κατέρρευσε η αρχαία δυτική πραγματικότητα, αλλά πρέπει επίσης να δείξουμε τον λόγο για τον οποίο στάθηκε δυνατόν ο «σύγχρονος» πολιτισμός  να κατακτήσει σχεδόν ολόκληρο τον κόσμο, αλλά  και γιατί είχε την δύναμη να εκτρέψει τόσο πολλούς λαούς από οποιοδήποτε άλλο είδος πολιτισμού και να κυριαρχήσει ακόμη κι όταν κράτη ενός  παραδοσιακού είδους φαινόταν να είναι ζωντανά (αρκεί γι’ αυτό να θυμηθούμε απλά την Άρια Ανατολή).
Από αυτή την άποψη, δεν είναι αρκετό να πούμε ότι έχουμε να κάνουμε με μια καθαρά υλική και οικονομική κατάκτηση. Η άποψη αυτή φαίνεται πολύ επιφανειακή, για δύο λόγους. Κατ' αρχάς, μια χώρα κατακτημένη στο υλικό επίπεδο βιώνει επίσης, μακροπρόθεσμα, επιρροές ενός ανώτερου είδους που αντιστοιχεί στον πολιτιστικό τύπο του κατακτητή. Πράγματι, μπορούμε να δηλώσουμε, ότι η ευρωπαϊκή κατάκτηση σπέρνει σχεδόν παντού τους σπόρους του «εξευρωπαϊσμού», δηλαδή, του «σύγχρονου» ορθολογιστικού, εχθρικού προς την παράδοση, ατομικιστικού τρόπου σκέψης. Δεύτερον, η παραδοσιακή αντίληψη του πολιτισμού και του κράτους είναι ιεραρχική, όχι δυαδική. Οι φορείς της δεν θα υπέγραφαν ποτέ, χωρίς σοβαρές επιφυλάξεις, τις αρχές  : «Απόδωτε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι» και «H εμή βασιλεία ουκ έστιν του κόσμου τούτου». Για εμάς, «Παράδοση» είναι η νικηφόρα και δημιουργική παρουσία μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο του στοιχείου  αυτού το οποίο δεν είναι «αυτού του κόσμου», δηλαδή του Πνεύματος, νοούμενου ως μια δύναμη ισχυρότερη από οποιαδήποτε απλώς ανθρώπινη ή  υλική δύναμη.
Αυτή είναι μια βασική ιδέα της αυθεντικά παραδοσιακής άποψης για την ζωή, η οποία δεν μας επιτρέπει να μιλάμε με περιφρόνηση των απλώς υλικών κατακτήσεων. Αντίθετα, η υλική κατάκτηση είναι το σημάδι, αν όχι μιας πνευματικής νίκης, τουλάχιστον μιας πνευματικής αδυναμίας ή ενός είδους πνευματικής  «υποχώρησης» στους πολιτισμούς που κατακτήθηκαν κι έχασαν την ανεξαρτησία τους. Παντού όπου το Πνεύμα, θεωρούμενο ως η ισχυρότερη δύναμη, ήταν πραγματικά παρόν, ποτέ δεν εστερείτο μέσων - ορατών ή με άλλο τρόπο- που του επέτρεπαν ν’ αντισταθεί προς ολόκληρη την τεχνική και υλική υπεροχή του αντιπάλου. Αλλά αυτό δεν συνέβη. Έτσι θα πρέπει να γίνει δεκτό, ότι πίσω από την παραδοσιακή πρόσοψη του κάθε λαού τον οποίο μπόρεσε να κατακτήσει ο «σύγχρονος» κόσμος κρυβόταν εκφυλισμός. Συνεπώς η Δύση απλά πρέπει να ήταν ο πολιτισμός  στον οποίο μια κρίση που ήταν ήδη καθολική έλαβε την οξύτατη  μορφή της. Εκεί ο εκφυλισμός έφθασε  -να το θέσουμε έτσι-  σ’ ένα πλήγμα νοκ-άουτ, και όπως επήλθε, παρέσυρε με λιγότερη ή περισσότερη ευκολία άλλους λαούς, στους οποίους σίγουρα η υποστροφή δεν είχε «προοδεύσει» τόσο πολύ, αλλά η παράδοση τους είχε ήδη χάσει την αυθεντική της δύναμη, έτσι ώστε οι λαοί αυτοί δεν ήσαν πλέον σε θέση να προστατεύσουν τον εαυτό τους από μιαν εξωτερική επίθεση.
Μ’ αυτές τις σκέψεις, η δεύτερη πτυχή του προβλήματος μας ανάγεται στην πρώτη. Είναι κυρίως ζήτημα διασαφήνισης  του νοήματος και της πιθανότητας του εκφυλισμού, χωρίς αναφορά σε άλλες περιστάσεις.
Γι ' αυτό, για ένα πράγμα πρέπει να είμαστε σαφείς : είναι λάθος να υποθέσουμε ότι η ιεραρχία τού παραδοσιακού κόσμου βασίζεται σε μια τυραννία των ανώτερων τάξεων. Αυτή είναι απλά  μια «σύγχρονη» αντίληψη, εντελώς ξένη προς τον παραδοσιακό τρόπο σκέψης. Η παραδοσιακή διδασκαλία επινοήθηκε πράγματι με πνευματική δράση ως μια «δράση δίχως δράση». Η παραδοσιακή διδασκαλία μιλάει για την «ακίνητη πηγή κίνησης». Παντού χρησιμοποίησε τον συμβολισμό του «πόλου», του αναλλοίωτου άξονα γύρω από τον οποίο λαμβάνει χώρα κάθε διατεταγμένη κίνηση (έχουμε και αλλού δείξει ότι αυτό είναι το νόημα της σβάστικας, του «αρκτικού σταυρού»). Πάντοτε τόνισε την «Ολύμπια» πνευματικότητα  και την αυθεντική εξουσία, καθώς και τον τρόπο της να επενεργεί άμεσα στους υπηκόους της, όχι με βία, αλλά με την «παρουσία» της. Τέλος, η παραδοσιακή διδασκαλία χρησιμοποίησε την παρομοίωση του μαγνήτη, στην οποία  βρίσκεται το κλειδί στο  ερώτημά  μας, όπως θα δούμε τώρα.
Μόνο σήμερα, θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί ότι, οι αυθεντικοί φορείς του Πνεύματος ή της Παράδοσης καταδιώκουν ανθρώπους ώστε να τους συλλάβουν και να τους  βάλουν στις θέσεις τους - εν ολίγοις, ότι «διαχειρίζονται» τους ανθρώπους, ή έχουν οποιοδήποτε προσωπικό συμφέρον για την δημιουργία και την διατήρηση εκείνων των ιεραρχικών σχέσεων, βάσει των οποίων μπορούν φανερά  να παρουσιαστούν ως οι κυβερνήτες.
Αυτό θα ήταν γελοίο και παράλογο. Πολύ περισσότερο, η αναγνώριση εκ μέρους των κατώτερων αποτελεί την πραγματική βάση κάθε παραδοσιακής κατάταξης. Δεν είναι το υψηλότερο που χρειάζεται το χαμηλότερο, αλλά το αντίθετο. Η ουσία της ιεραρχίας είναι ότι σε ορισμένους ανθρώπους ενυπάρχει ως μια πραγματικότητα, ως κάτι ζωντανό, το οποίο στους υπόλοιπους υπάρχει μόνο σε κατάσταση ενός ιδανικού, ενός προαισθήματος, μιας διάχυτης προσπάθειας Έτσι, μοιραία οι τελευταίοι έλκονται από τους πρώτους κι η χαμηλότερη κατάστασή τους είναι μια κατάσταση  υποταγής, λιγότερο σε κάτι ξένο, απ’ ότι στον ίδιο τον  αληθινό «εαυτό» τους. Εδώ βρίσκεται στον παραδοσιακό κόσμο, το μυστικό ολόκληρης της ετοιμότητας για θυσία, όλου του  ηρωισμού, όλης της πίστης.  Κι από την άλλη πλευρά,  το μυστικό ενός κύρους, μιας εξουσίας  και μιας ήρεμης δύναμης στην οποία δεν μπορεί να υπολογίζει ούτε ο πιο βαριά  οπλισμένος τύραννος.
Μ’ αυτές τις εκτιμήσεις, φθάσαμε πολύ κοντά στην επίλυση όχι μόνο του προβλήματος του εκφυλισμού, αλλά επίσης και της πιθανότητας μιας συγκεκριμένης πτώσης. Μήπως ίσως κουραστήκαμε ν’ ακούμε πως η επιτυχία κάθε επανάστασης δείχνει την αδυναμία και τον εκφυλισμό των προηγούμενων αρχόντων ; Μια αντίληψη αυτού του είδους είναι πολύ μονόπλευρη. Αυτό θα είχε πράγματι συμβεί εάν κάποια αγριόσκυλα ήσαν δεμένα, και ξάφνου ξέφευγαν : αυτή θα ήταν μια απόδειξη ότι τα χέρια που κρατούσαν τα  λουριά τους είχαν καταντήσει ανίκανα ή αδύναμα. Αλλά τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά τοποθετημένα στο πλαίσιο της πνευματικής κατάταξης, της οποίας την πραγματική βάση έχουμε εξηγήσει προηγουμένως. Αυτή η ιεραρχία εκφυλίζεται και μπορεί ν’ ανατραπεί μόνο σε μία περίπτωση: όταν το άτομο  εκφυλίζεται, όταν χρησιμοποιεί την θεμελιώδη ελευθερία του για ν’ αρνηθεί το Πνεύμα, για ν’ αποκόψει την ζωή του από κάθε υψηλότερο σημείο αναφοράς και για να υπάρχει «μόνο για τον εαυτό του».
Στην συνέχεια οι επαφές θραύονται μοιραία, υποχωρεί η μεταφυσική τάση στην οποία οφείλει την ενότητά του ο παραδοσιακός οργανισμός, κάθε δύναμη αμφιταλαντεύεται στην πορεία της και τελικά διαφεύγει ελεύθερη. Βέβαια οι κορυφές  παραμένουν στα ύψη τους καθαρές κι απαραβίαστες, αλλά το υπόλοιπο, το οποίο εξαρτιόταν από αυτές, γίνεται τώρα μια χιονοστιβάδα, μια μάζα που έχει χάσει την ισορροπία της και πέφτει, ανεπαίσθητα στην αρχή αλλά με ολοένα ταχύτερη κίνηση, μέχρι τα βάθη και τα χαμηλότερα επίπεδα της κοιλάδας. Αυτό είναι το μυστικό κάθε εκφυλισμού και επανάστασης. Ο Ευρωπαίος πρώτα κερμάτισε την ιεραρχία στον εαυτό του, ξεριζώνοντας τις δικές του εσώτερες δυνατότητες, στις οποίες αντιστοιχούσε η βάση της τάξης, την οποία στην συνέχεια θα καταστρέψει εξωτερικά.
Αν η χριστιανική μυθολογία αποδίδει την Πτώση του Ανθρώπου και την Εξέγερση των Αγγέλων στην ελευθερία της βούλησης, τότε αφορά σχεδόν στην ίδια σημασία. Αφορά στο τρομακτικό δυναμικό που ενοικεί στον άνθρωπο, το δυναμικό της χρησιμοποίησης της ελευθερίας ώστε να καταστρέψει την πνευματικότητα  και να εξορίσει οτιδήποτε θα μπορούσε να του εξασφαλίσει  μια υπερ-φυσική αξία. Αυτή είναι μια μεταφυσική απόφαση : το ρεύμα που διασχίζει την ιστορία στις πιο ποικίλες μορφές του γεμάτου  μίσους, αντιπαραδοσιακού, επαναστατικού, ατομικιστικού, και ανθρωπιστικού πνεύματος, με λίγα λόγια  ολίγοις, του «σύγχρονου» πνεύματος. Η απόφαση αυτή είναι η μόνη βέβαιη και καθοριστική αιτία στο μυστικό του εκφυλισμού, την καταστροφή της Παράδοσης.
Αν το καταλάβουμε αυτό, μπορούμε ίσως να συλλάβουμε την αίσθηση αυτών των θρύλων που μιλούν για μυστηριώδεις ηγεμόνες, οι οποίοι «πάντα» υπάρχουν και δεν έχουν πεθάνει [ιδού μερικές αποχρώσεις του Κοιμώμενου Αυτοκράτορα [*] κάτω από το όρος Κυφχώυζερ !  (Kyffhäuser)]. Τέτοιοι ηγέτες μπορούν να ανακαλυφθούν εκ νέου μόνον όταν κάποιος επιτυγχάνει την πνευματική πληρότητα κι αφυπνίζει στον ίδιο του τον εαυτό μια ποιότητα, ωσάν  ένα μέταλλο που αισθάνεται ξαφνικά τον «μαγνήτη», βρίσκει τον μαγνήτη κι ακαταμάχητα προσανατολίζεται και κινείται προς αυτόν. Προς το παρόν, θα πρέπει να περιοριστούμε σ’ αυτόν τον υπαινιγμό. Μια ολοκληρωμένη εξήγηση των θρύλων αυτού του είδους, οι οποίοι φθάνουν  σε μας από την πιο αρχαία Άρια πηγή, θα μας οδηγήσει πολύ μακριά. Σε μιαν άλλη ευκαιρία, θα επιστρέψουμε ίσως στο μυστικό της ανασυγκρότησης,  στην «μαγεία» η οποία είναι σε θέση να αποκαταστήσει την ξεπεσμένη μάζα στις αναλλοίωτες, μοναχικές, κι αόρατες κορυφές που βρίσκονται  ακόμα εκεί, στα ύψη.
[*] Ο θρύλος του πολέμαρχου Αυτοκράτορα Φρειδερίκου Μπαρμπαρόσα που δεν πέθανε στις σταυροφορίες, αλλά  κοιμάται μέσα στην ρίζα του ιερού όρους Κυφχώυζερ στην  Θουριγγία και θα ξυπνήσει πριν την ύστατη ώρα, για να σώσει το έθνος από τους βαρβάρους και να ανασυγκροτήσει το Ράιχ. Είναι το ανάλογο του δικού μας «Μαρμαρωμένου Βασιλιά».